United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάσα άλλη κόρη, και ίσως και αυτή η αναγνώστριά μου, ή δεν θα ενόει ευθύς αμέσως τι εστοχαζόμην διά των εικονικών τούτων υπερβολών, ή θα το ενόει μεν, θα έκαμνεν όμως ότι δεν το ενόησεν.

ΦΙΛΟΣ. Όχι, πατέρα• και αυτοί εκακοποιήθησαν μαζή μου. ΖΕΥΣ. Ποίοι λοιπόν σ' επείραξαν, αφού ούτε τον λαόν, ούτε τους φιλοσόφους κατηγορείς;

ΣΑΜΨΩΝ Θα τας κόψω; ή..., όπως θέλεις πάρε το. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Να το πάρη όποιος το δοκιμάσει. ΣΑΜΨΩΝ Θα με δοκιμάσουν εμένα, όσον στέκω εις τα πόδια μου. Το ηξεύρει ο κόσμος ότι δεν μου λείπει αίμα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι καλά οπού δεν είσαι ψάρι! — Τράβα το εργαλείον σου, κ' έρχονται δύο άνθρωποι του Μοντέκη . ΣΑΜΨΩΝ Εγύμνωσα το σπαθί μου. Πιάσου μαζή των. Σου, δίδω χέρι.

»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των ρόδων

Πες μου πως δεν το στοχάστηκες αυτό το κακό! Πες μου πως το θυμάσαι το ταξιμό σου, πως απ' όλο σου το χώμα βαρύτερα σε πλακώνει αυτό το τάξιμο! Η Αρετούλα μας, Κωσταντή μου, η Αρετούλα! Να την που ήρθε η πίκρα, να τον που ήρθ' ο Χάρος!

Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας. Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.

Και τα μεν άλλα τα αφίνω κατά μέρος, όταν όμως επήγα κάποτε εις την Σικελίαν, τον καιρόν που διέμενε εκεί ο Πρωταγόρας και έκαμνε εντύπωσιν και ήτο μεγαλίτερός μου, εγώ που ήμην νεώτερος του εις ολίγον διάστημα εισέπραξα πολύ περισσότερον από εκατόν πενήντα μνας, και από ένα μικρόν χωρίον, τον Ινυκόν, εισέπραξα άνω των είκοσι μνων.

Και για να μην πης πάλι πως η υπερβολικές μου ιδέες καταστρέφουν όλα, να, αγαπητέ μου κύριε, ένα διήγημα, ξάστερο και καθαρό, όπως θα το διηγότουν ένας χρονογράφος. Ο κόμης Κ . . . με αγαπά, με τιμά, τούτο είναι γνωστόν, εκατοντάκις ήδη σου το είπα.

Και ποντικόν να έκαμνε γαμβρόν, και ο ποντικός θα έκαμνε παρατηρήσεις διά τας τόσας τρύπας της σαθράς οικίας. Αμπέλια, χωράφια, τίποτε. Μέτρημα, Θεός φυλάξοι! Φουρνιάτικα, μάλιστα, εσύναζε· λεκάνες-λεκάνες· αλλ' από τα φουρνιάτικα δεν καταρτίζεται, κύριοί μου, μέτρημα, Και σήμερον σου λέγει άλλος: Έχεις μέτρημα; Έχεις γαμβρόν. Δεν έχεις; Κουκούλωνέ τα.

Εμάς, κυρία, ο καθηγητής μας, ο Β., μας εδίδασκεν ανθρωπολογίαν, ως και ανατομίαν... μας εσυνείθισε να μελετάμε τους σκελετούς των αποθαμμένων, και να μην έχουμε προλήψεις. Η αγαθή γραία την εκύτταξεν, ως να μη ενόει. — Παρήγγειλα να μου φέρουν αυτό το κεφάλι και τα κόκκαλα, διά να διδάξω τας μαθητρίας μου από πού και πώς είμεθα φτιασμένοι.