United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.

Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας. Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.

Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν. Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους. — Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&. — Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος.

Ο Μάρτης ευρίσκετο εις σφοδράν ψυχολογικήν κατάστασιν, ως εκθρονισθείσα Μεγαλειότης, αφήσασα ανεκπληρώτους τους πόθους και τους σκοπούς της. Ενώ δ' εβασάνιζε τον νουν προς εξεύρεσιν καταλλήλου μέσου διά την εκδίκησίν του, εφάνη προκύπτων από μιας του σπηλαίου σχισμής ο Φλεβάρης δειλώς.

Έλεγε και σχεδόν έκλαιεν από την οργήν της· διότι ενίοτε εσπόγγιζε τους μαύρους οφθαλμούς της με την λευκήν πάνινον πετσέταν, δι' ης είχε περιτυλίξη την κεφαλήν της, αφήσασα μόνον προς τους οφθαλμούς μέρος ανοικτόν, ως αι οθωμανίδες, διά να μη κηλιδώση την ωραίαν ξανθήν κόμην της, ης οι βόστρυχοι αερίζοντο όπισθεν ωσάν βέργαις δροσεράς αγράμπελης.

ΠΗΛΕΥΣ Ω χειρότερε από τους κακούς, σου επιτρέπεται να ομιλής μεταξύ των ανδρών, και να υπολογίζεσαι μεταξύ αυτών συ, του οποίου την γυναίκα ετόλμησε να κλέψη ένας από την Φρυγίαν; Συ, ο οποίος άφησες οπίσω σου τανάκτορα αφύλακτα και χωρίς φρουράν ως να είχες γυναίκα φρόνιμην, ενώ είχες την χειροτέραν όλων των γυναικών; Και αν ήθελε δε, πώς θα έμενε φρόνιμη Σπαρτιάτις κόρη; Δεν γνωρίζομεν ότι αφήνουσαι την πατρικήν οικίαν πηγαίνουν με τους νέους εις τας παλαίστρας και εις τον δρόμον, με γυμνούς τους μηρούς και κοντά τα φορέματα; Ποίοι άνθρωποι φρόνιμοι θα το ηνείχοντο αυτό; Και έπειτα πρέπει να θαυμάζη κανείς διατί δεν είναι αι γυναίκες σας σεμναί; Δι' αυτά πρέπει να ερωτήσης την Ελένην, η οποία αφήσασα το σπίτι του συζύγου της έφυγε με ένα νέον άνδρα, εις ξένην γην.

Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίματους κόπους μας! — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες, αναγνωρίσασαι αυτόν. — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουντα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον! — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω την συνοδοιπόρον της.

Αφού ανέβην υπέρ τα δισχίλια βήματα, σπεύδων και ασθμαίνων, είδα πέραν αντικρύ την σελήνην, εκείθεν του συδένδρου λόφου του κρύπτοντος όπισθέν μου τον ορίζοντα, είδα την σελήνην απαλλαγείσαν της λοφιάς του αντικρυνού, μεμακρυσμένου βουνού, όπου επί τινα λεπτά εφαίνετο ως να είχε βάλει φωτιάν εις έν δένδρον μεμονωμένον, όρθιον επί της κορυφής του υψηλού λόφου, του φράσσοντος τον λιμένα· το δένδρον εφαίνετο ως να καίεται· είτα η Εκάτη, αφήσασα το δένδρον μαύρον και σκοτεινόν απόκαυμα, ανήλθε βραδεία, εν αγλαΐα και αποθεώσει φαεινή, ύπερθεν της λοφιάς του όρους.