United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βοσκός εστάθη επί του όχθου της γης, εφ' ου ευρίσκετο, υψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθον την τραχείαν στοιβωτήν κόμην, εστάθη ακουμβών επί της ράβδου του της μακράς και ήρχισε να σκέπτηται, και υποψίαι και φόβοι τον εκυρίευσαν.

Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του. — Ο ίδιος ο καπετάν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν. Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων. — Το πότισαν το παιδί μου!

Αλλ' αντί της αληθινής Φιλοσοφίας ευρήκα γύναιον χωρίς καμμίαν απλότητα, μολονότι εφαίνετο προσπαθούσα να φαίνεται αφελής και απεριποίητος. Εντός ολίγου διέκρινα ότι και την κόμην της ήτις εφαίνετο ατημέλητος δεν άφηνεν ακαλλώπιστον και το ένδυμά της δεν ήτο ανεπιτήδευτον• και ήτο πρόδηλον ότι και την ατημελησίαν εκείνην μετεχειρίζετο ως στολισμόν.

Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου, μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων. — Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος, εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.

Ως προς την εξωτερικήν όμως μορφήν δεν ωμοίαζον διόλου προς την μητέρα. Ήσαν ωραίαι και περικαλλείς αμφότεραι εν σώματι αναλόγω μ' εύπλαστα κ' εύγραμμα τα μέλη, με μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς και μαύρην κόμην γυαλιστερήν ως κόρακος πτερά, καταπίπτουσαν επί των νώτων υπό την μαβιάν μανδήλαν εις δύο παχείς οφιοειδώς πεπλεγμένους πλοκάμους.

Ο μικρός Άουλος έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και με ροδαλάς παρειάς. Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον να την χαιρετήσωσιν.

Περί του υιού του ουδείς εγίνετο λόγος. Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος, από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά, εσκυθρώπασε και παρήκμασεν.

Φέρετε με, την πορθητήν του Ιλίου και της Τροίας, εις τον βωμόν. Δόσατέ μου στεφάνους ανθέων να στέψω την κόμην μου, όπως ούτως εστεμμένη ραντισθή διά του ύδατος της θυσίας. Χορεύσατε κύκλω του βωμού και του ναού υμνούσα την μακαρίαν άνασσαν θεάν Αρτέμισα, της οποίας την θείαν προσταγήν διά του αίματος και της θυσίας μου θα εκτελέσω.

Και την φωνήν της την γνωρίζεις, την ήκουσας τοσάκις να λαλή ευθύμως• και νομίζεις τώρα ότι ακούεις τους γοερούς κραυγασμούς της, ότι την βλέπεις με ανεστραμμένην την κεφαλήν και την κόμην λυτήν αγομένην εις την αιχμαλωσίαν, εις την καταισχύνην• και συλλογίζεσαι τον άνδρα της και τα τέκνα της!

Άμα δε έφθασα εκεί, ευρήκα ένα εκ των Χαλδαίων, σοφόν και θαυμαστόν κατά την τέχνην, ο οποίος είχε λευκήν την κόμην και γενειάδα σεβάσμιαν, ωνομάζετο δε Μιθροβαρζάνης. Τον παρεκάλεσα και τον καθικέτευσα και μετά δυσκολίας τον έπεισα να με οδήγηση εις τον Άδην με οίαν δήποτε αμοιβήν ήθελε.