United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχισα λοιπόν από τους Ινδούς, έθνος μέγιστον, και τους έπεισα χωρίς δυσκολίαν να κατέλθουν από τους ελέφαντας και να με ακούσουν• κατώρθωσα δε ώστε ολόκληρος φυλή, οι Βραχμάνες, οι οποίοι συνορεύουν με τους Νεχραίους και τους Οξυδράκας, να γίνουν οπαδοί μου όλοι και τώρα ζουν συμφώνως προς τους ιδικούς μου κανόνας και τιμώνται υπό όλων των περιοίκων λαών και αποθνήσκουν κατά τρόπον παράδοξον.

Καθίσατε, Κύριοι είπεν ο οικοδεσπότης, αποθέτων τον λύχνον επί της παρά την θύραν τραπέζης, ενώ η Κυρία Σοφία σκιάζουσα το φως του λύχνου διά των νώτων της, μας εζήτει εκ προοιμίων συγχώρησιν διά την λιτότητα του δείπνου, το οποίον θα μας ετοιμάση εκ του προχείρου. Μετά κόπου την έπεισα ότι γευματίσαντες προ ολίγου επί του ατμοπλοίου, δεν είχομεν ανάγκην τροφής αλλά μόνον ύπνου.

Άμα δε έφθασα εκεί, ευρήκα ένα εκ των Χαλδαίων, σοφόν και θαυμαστόν κατά την τέχνην, ο οποίος είχε λευκήν την κόμην και γενειάδα σεβάσμιαν, ωνομάζετο δε Μιθροβαρζάνης. Τον παρεκάλεσα και τον καθικέτευσα και μετά δυσκολίας τον έπεισα να με οδήγηση εις τον Άδην με οίαν δήποτε αμοιβήν ήθελε.

Αλλ' επειδή το πράγμα ετράβα εις μάκρος και ο γέρων έζη περισσότερον από τον Τιθωνόν, ευρήκα ένα σύντομον δρόμον διά να φθάσω εις την κληρονομίαν• επρομηθεύθηκα δηλητήριον και έπεισα τον οινοχόον, μόλις ζητήση ο Πτοιόδωρος να πιήπίνει δε αρκετά και άκρατοννα ρίψη εις το ποτήρι το φάρμακον, το οποίον να έχη ήδη έτοιμον• και εις αμοιβήν του υπεσχέθην με όρκον να του δώσω την ελευθερίαν του.

Τέλος ο Βινίκιος ωμίλησεν: — Ειξεύρω . . . μόλις εισήλθον, μόλις ησπάσθην τας αγαπητάς χείρας σου, ανέγνωσα εις τους οφθαλμούς σου την εξής ερώτησιν· «Εισέδυσες εις το θείον δόγμα, το οποίον πρεσβεύω, εβαπτίσθηςΌχι· δεν εβαπτίσθην ακόμη και ιδού διατί, άνθος μου! ο Παύλος μου είπε· «Σε έπεισα ότι ο Θεός ήλθεν εις τον κόσμον και εκουσίως εσταυρώθη διά την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, αλλά μάλλον εις τον Πέτρον αρμόζει να σε καθαρίση εις την πηγήν της χάριτος, διότι αυτός πρώτος σε ηυλόγησε». Και έπειτα, θέλω, συ, ω θησαυρέ μου, να παραστής εις την βάπτισίν μου, και η Πομπωνία να μου χρησιμεύση ως ανάδοχος.

Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον ταςπερί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, υποσχεθείς να τον συνοδεύσω.

Ο συγγραφεύς εν τω προλόγω του ομολογεί, ότι «νέος ων και παρέργους μόνον ώρας αφιερών τη φιλολογία επί πολύ εδίστασα περί την δημοσίευσην του έργου», σπεύδει όμως να προσθέση, «αλλά παραβαλών αυτό προς πολλά κατά καιρούς αναφανέντα τοιαύτα, έπεισα εμαυτόν ότι ηδυνάμην καγώ να φέρω εις φως το προϊόν των κόπων μου, ο δε αναμάρτητος τον πρώτον λίθον βαλέτω».

Συ, Καίσαρ, και εγώ, οίτινες αγαπώμεν το αληθές κάλλος, δεν θα εδίδομεν δι' αυτήν ούτε χίλια «σεστέρτια», αλλ' ο μωρός νεανίας εκείνος υπήρξε πάντοτε μωρός». — Πετρώνιε! — Εάν δε εννοής ότι ωμίλουν ούτω διά να προφυλάξω την Λίγειαν, είμαι έτοιμος να πιστεύσω ότι είπα την αλήθειαν. Έπεισα λοιπόν Χαλκοπώγωνα, ότι ένας αισθητικός, όπως αυτός, δεν δύναται να θεωρήση μίαν τοιαύτην κόρην ως καλλονήν.

Τώρα να φύγωμεν δεν είναι δυνατόν. Ας περάσωμεν την νύκτα και αύριον βλέπομεν. Ας πλαγιάσωμεν τώρα. — Να πλαγιάσωμεν! Πού ύπνος; Μετά κόπου και μόχθου τον έπεισα, όχι να κοιμηθή, αλλά να εκδυθή και να εξαπλωθή εις το στρώμα, διά να δώσω δε το καλόν παράδειγμα, ήρχισα να εκδύωμαι. Ανεφύη τότε νέον ζήτημα: Εις ποίαν κλίνην θα κοιμηθώ εγώ.