United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανηγέρθη αμέσως, προτού ο Κ. Μελέτης προφθάση να στρέψη προς ημάς το φως του λύχνου του.

Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρόάναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων! Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς αυτόν: Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! — που στον τροχό τον πλάσανε, και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε! Λοιπόν το φως σου χύνε 'ς ό,τι μαζύ σου είνε.

Εις το κατάστημα των τυφλών έμαθον να πλέκω καλάθια, και ήδη διά της εργασίας απολαμβάνω τα αναγκαία μου. Η προσφορά μου είναι η εκ του λύχνου οικονομία μου. Παρακαλώ λοιπόν, δέχθητι αυτήν. Γνωρίζω τι εστι πτώχεια.

Μούτρα διά γαμβρός! Και εστάθη απέναντι του καθρέπτου πλαγίως φωτιζομένου από το φως του λύχνου, και είδεν εντός αυτού το ήμισυ του προσώπου με το μανδήλιον επί κορυφής, ενώ το άλλο ήμισυ έμενεν εις το σκότος, ο δε κόμβος του μανδηλίου ωρθούτο διακλαδιζόμενος επί του μετώπου του. — Μα την αλήθειαν, είπε γελάσας, ωραίον Αστυάνακτα ήθελα καταφέρει, εάν την ενυμφευόμην.

Και προπορευθείς εισήλθεν εντός της ευρείας αυλής, εις το βάθος της οποίας, επί της τελευταίας βαθμίδος της κλίμακος, ίστατο μορφή γυναικεία κρατούσα λύχνον εις χείρας. — Η κόρη του, είπα κατ' εμαυτόν. Δεν εβράδυνα να ίδω ότι ελανθάσθην. Το αμυδρόν του λύχνου φως εντός της μεγάλης εκείνης σκοτεινής αυλής και η ευσταλής της γυναικός μορφή εδικαίουν το λάθος μου.

Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν; Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; — Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια, καθώς θαμπόνει λύχνου φωςτην λάμψιν της ημέρας, και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα, που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα! Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού πλησίον πυρός μεγαλυτέρου , αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει αυτή καθ' εαυτήν , εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν.

Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως διέρρηξε τα χείλη της· ο θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη, σταγών διακαούς ελαίου εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η Ψυχή ουδέν πλέον άλλο είδεν.

Καθίσατε, Κύριοι είπεν ο οικοδεσπότης, αποθέτων τον λύχνον επί της παρά την θύραν τραπέζης, ενώ η Κυρία Σοφία σκιάζουσα το φως του λύχνου διά των νώτων της, μας εζήτει εκ προοιμίων συγχώρησιν διά την λιτότητα του δείπνου, το οποίον θα μας ετοιμάση εκ του προχείρου. Μετά κόπου την έπεισα ότι γευματίσαντες προ ολίγου επί του ατμοπλοίου, δεν είχομεν ανάγκην τροφής αλλά μόνον ύπνου.