United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί δε να φορούν στεφάνους, ταηδόνια και τα άλλα μουσικά πτηνά ανθολογούν με τα ράμφη των, από τα πλησίον λειβάδια και έπειτα πετούν υπεράνω αυτών και τους ραντίζουν, συγχρόνως δε κελαδούν.

Απειράριθμος αγέλη μαύρων κοράκων εφάνη την πρωίαν υπεριπταμένη, αντήχησαν οι κρωγμοί αυτών απαύστως και, αφού επ' ολίγον εσκίασαν τας υψηλάς και απορρώγας του Ταϋγέτου κορυφάς, έγειναν κατά μικρόν άφαντοι, διευθυνθέντες προς τα βορειανατολικά. Ουδέν άλλο πτηνόν εφάνη ιπτάμενον ή ηκούσθη κελαδούν.

Και πάλιν ηρώτησα τους ναύτας, διότι εξηκολουθούμεν να αναπλέωμεν τον ποταμόν• Αλλ' οι κύκνοι κελαδούν καμμιά φορά επί των όχθων του ποταμού δεξιά και αριστερά; Διότι λέγεται ότι άλλοτε ήσαν άνθρωποι τραγουδισταί και σύντροφοι του Απόλλωνος, έπειτα δε μετεμορφώθησαν εις πτηνά και εξακολουθούν ακόμη να ψάλλουν, μη λησμονήσαντες την μουσικήν.

Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν; Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; — Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια, καθώς θαμπόνει λύχνου φωςτην λάμψιν της ημέρας, και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα, που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα! Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Επί τέλους ο ήλιος ήρχισε πάλιν να καίη και τα πουλάκια να κελαδούν. Ήλθε πάλιν η άνοιξις. Το παπί ησθάνθη τότε ότι τα πτερά του εδυνάμωσαν.

Απελπισία· η τύχη των δεν ήλλαξε καθ' όλου, αλλά μάλλον εδεινώθη, διότι το φως της ημέρας έκαμνε τόρα καταφανή την πένθιμον έκτασιν, εις την οποίαν επλανώντο. Η ατμοσφαίρα ήτο βεβαρυμένη υπό μολυβδοχρόων νεφών ούτε πτηνόν ηκούετο κελαδούν, ούτε δένδρον εφαίνετο πουθενά, ούτε ρύαξ, επότιζε την ατέρμονα έκτασιν, ούτε χόρτον επρασίνιζε.

Και αν τις παρουσιάση μίαν αηδόνα ή ένα κύκνον και τους βάλη να κελαδήσουν, ενώ δε κελαδούν παρουσιάση και παγόνι το οποίον να σιωπά, δεν έχω αμφιβολίαν ότι προς αυτό θα στραφή η ψυχή του θεατού, μη προσέχουσα πλέον εις τα άσματα εκείνων. Τόσον ακαταγώνιστος φαίνεται ότι είνε η διά της οράσεως τέρψις.

Ψηλά και με ροζιάρικους κλάδους υψωνόντανε τα έλατα αποπάνω του και προχώρεσε μέσα στους κορμούς, όπου ο ήλιος έλαμπε στα μούσκλα και τα πρώτα ανοιξιάτικα πουλιά είχαν αρχίσει να κελαδούν. Ένας μικρός ποντικός πετάχτηκε μέσα από τις πέτρες κι ο μικρός Σβεν έτρεξε κατόπι του. Όλο και μακρήτερα πήγαινε πάντα.

Αυτοί εγέλασαν και μου είπαν• Δεν θα παύσης τέλος πάντων να λέγης ψεύδη διά την χώραν μας και τον ποταμόν; Ημείς, αφότου ήμεθα παιδιά, εργαζόμεθα και ταξειδεύομεν εις τον Ηριδανόν, αλλά πολύ σπανίως βλέπομεν ολίγους κύκνους εις τα έλη του ποταμού, οι οποίοι κράζουν τόσον άσχημα και με τόσον ασθενή φωνήν, ώστε οι κόρακες και η καρακάξες να είνε Σειρήνες συγκρινόμενοι προς αυτούς• κύκνους όμως οι οποίοι να κελαδούν γλυκά, όπως συ λέγεις, ούτε εις το όνειρόν μας ηκούσαμεν, ώστε απορούμεν πώς εις τον τόπον σας έχετε τοιαύτας ιδέας περί της χώρας μας.

Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα δα του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ' ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων.