United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ναι· δεν είναι βαθειά 'σαν πηγάδι, ούτε πλατειά 'σαν εκκλησίας πύλη, αλλά είναι αρκετή, και θα κάμη την δουλειάν της. Αν με γυρεύης αύριον, θα μ' εύρης πα- ραχωμένον. Μ' εδιόρθωσε περίφημα, σου λέγω· 'ς τ' α- ανάθεμα και τα δύο τα σπιτικά σας! Να πάρη η ζάλη! Ένας σκύλος, ένας παληόγατος, ένας ποντικός να με σκοτώση εμένα με μίαν τσουγγρανιάν!

Ψηλά και με ροζιάρικους κλάδους υψωνόντανε τα έλατα αποπάνω του και προχώρεσε μέσα στους κορμούς, όπου ο ήλιος έλαμπε στα μούσκλα και τα πρώτα ανοιξιάτικα πουλιά είχαν αρχίσει να κελαδούν. Ένας μικρός ποντικός πετάχτηκε μέσα από τις πέτρες κι ο μικρός Σβεν έτρεξε κατόπι του. Όλο και μακρήτερα πήγαινε πάντα.

Όταν λαλάη πολύ, στο τέλος έχει ένα γύρισμα σα γαύγυσμα σκυλλιού. Νομίζει κανείς, ότι δεν είναι πουλλίσιο λάλημα. Ίσως δεν είναι γνωστό στον πολύν κόσμο, που δεν καταγίνεται με τη ζωολογία, ότι η νυχτερίδα είναι πετεινό χωρίς φτερά, ότι γεννάει μικρά κι’ όχι αυγά, κι’ ότι έχει βυζιά και τα βυζαίνει. Αρουραίος ποντικός. Λέγεται ακόμα και κουφός και τυφλοπόντικας.

Είπε μόνος του : «δεν είνε τίποτα, είνε ο άνεμος μέσα εις το τζάκι ή το κάτω κάτω ένας ποντικός που τρέχει εις το πάτωμα», ή το περισσότερον : «είνε αναμφιβόλως απλούστατα η κραυγή ενός γρύλου». Ναι: έκαμε τα αδύνατα των αδυνάτων να λάβη θάρρος με τοιαύτας υποθέσεις. Αλλ' απέβησαν εις μάτην.

Ένας υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως θυμιατήριον.

Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα, ανεκάλυψε καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της χειρός της έβρεξε το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά-ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των βάτων και των κισσών.

Δικαίωμα κανείς δεν έχει να μ' εγγίξη, κι' ας έκοψα και νόμισμα! Διότι εγώ είμαι ο βασιλεύς! ΕΔΓΑΡ Ω θέαμα, που την καρδιάν ξεσχίζει! ΛΗΡ Ως προς τούτο η φύσις υπερβαίνει την τέχνην. — Πάρε συ αυτά τα χρήματα. Είναι ο αρραβώνας σου. Αυτός εδώ κρατεί το τόξον του 'σάν σκιάχτρο . Τέντωσέ το μίαν οργυιάν σωστήν... Κύττταξε εκεί. Ένας ποντικός! Σιγά, σιγά!

Και ποντικόν να έκαμνε γαμβρόν, και ο ποντικός θα έκαμνε παρατηρήσεις διά τας τόσας τρύπας της σαθράς οικίας. Αμπέλια, χωράφια, τίποτε. Μέτρημα, Θεός φυλάξοι! Φουρνιάτικα, μάλιστα, εσύναζε· λεκάνες-λεκάνες· αλλ' από τα φουρνιάτικα δεν καταρτίζεται, κύριοί μου, μέτρημα, Και σήμερον σου λέγει άλλος: Έχεις μέτρημα; Έχεις γαμβρόν. Δεν έχεις; Κουκούλωνέ τα.

ΛΗΡ Μου τον έπνιξαν και τον πτωχόν τρελλόν μου... Όχι· δεν είναι ζωντανή! — Ω! Πώς ζωήν να έχη το άλογον, ο ποντικός, και όμως να μην έχης αναπνοήν εσύ; Εσύ οπίσω δεν θα έλθης ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ... 'Ξεκούμπωσέ με, παρακαλώ... Ευχαριστώ... Αυτό εδώ το βλέπεις; Ιδέ! Τα χείλη της ιδέ... Κύτταξ' εδώ... Ιδέ την... ΕΔΓΑΡ Λιγοθυμά! Αυθέντα μου! Αυθέντα!