United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα όμως ουδόλως φέρεσαι ως βασιλεύςΕκείνος δε τοις απεκρίθη ως εξής· «Όσοι έχουσι τόξον, τείνουσιν αυτό όταν θέλωσι να το μεταχειρισθώσι, και χαλαρούσιν αυτό αφού το μεταχειρισθώσι, διότι εάν έμενε πάντοτε τεταμένον θα εθραύετο και δεν θα ηδύναντο να το μεταχειρισθώσιν εν ανάγκη.

Κ' εγώ αστειευόμενος τους είπα: — Θέλετε, αφού εμείς δεν δυνάμεθα να δώσωμεν μίαν γνώμην εις το ζήτημα τούτο, να ρωτήσωμεν αυτά εδώ τα παιδιά; Ή θα εντραπούμε ίσως, καθώς αναφέρει ο Όμηρος διά τους μνηστήρας της Πηνελόπης, οι οποίοι, αφού δεν ηδυνήθησαν να τα καταφέρουν ρίχνοντες και ξαναρίχνοντες το τόξον, είχαν την αξίωσιν και ήθελαν να μην δυνηθή κανείς άλλος να επιτύχη;

τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτάτην Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχετο σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'πουαυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοιτα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότετον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον τουτην σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 καιτο τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσατα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνοντην πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.

ΠΗΛΕΥΣ Ω ολέθριε υμέναιε, και την οικογένειάν μου και την πόλιν κατέστρεψες! Ω, παιδί μου, είθε ποτέ να μην έφερνες εις την οικογένειάν σου το αίσχος του γάμου σου, την Ερμιόνην, η οποία είναι η αιτία του θανάτου σου. Είθε κεραυνός να την είχε καύση πριν, αδύνατος συ θνητός, να μην είχες κατηγορήση ένα θεόν, τον Απόλλωνα, ότι με το τόξον του έχυσε το αίμα του πατρός σου.

Τον Σμέρδιν τούτον είχεν αποπέμψει εκ της Αιγύπτου εις την Περσίαν υπό φθόνου, καθότι αυτός μόνος από όλους τους Πέρσας ετάνυσε με δύο δακτύλους τα τόξον των Αιθιόπων το κομισθέν υπό των Ιχθυοφάγων· εκ των άλλων δε Περσών κανείς δεν ηδυνήθη να πράξη τούτο.

Έχοντες δε αυτά ως παραδείγματα, εάν δεν τα εφαρμόσωμεν και εις άλλα ομοίως, θα ήτο μωρία. Απέδειξε δε αυτά ο νόμος των Σκυθών, οι οποίοι δεν τεντώνουν μόνον με την αριστεράν το τόξον, ενώ με την δεξιάν κρατούν το βέλος, αλλά εξ ίσου μεταχειρίζονται και τας δύο χείρας διά τα δύο αυτά.

16. &Διογένους και Ηρακλέους.& ΔΙΟΓ. Δεν είνε αυτός ο Ηρακλής; Βέβαια δεν είνε άλλος, μα τον Ηρακλέα. Το τόξον, το ρόπαλον, η λεοντή, το μέγεθος του σώματος, όλα είνε του Ηρακλέους. Λοιπόν απέθανεν, ενώ είνε του Διός υιός; Ειπέ μου, ένδοξε νικητά, είσαι νεκρός; Διότι εγώ όταν εζούσα σου προσέφερα θυσίας ως θεού.

Δεν έχομεν να στείλωμεν τον Έρωτα εμπρός μας, με τόξον εις τα χέρια του, και με δεμένα μάτια, εκεί σαν σκιάχτρον να φανή, τας νέας να τρομάξη. Ας λείψη κι’ όταν έμβωμεν ο πρόλογος ξεστίχου, που ένας τον καλαναρχά, κι’ άλλος σιγά τον λέγει. Πηγαίνομεν, ένα χορόν χοροπηδούμεν, κ’ έξω! Αν τους αρέσωμεν καλά· ει δε κακόν 'δικόν των. ΡΩΜΑΙΟΣ Δος μου δαυλόν, και όρεξιν δεν έχω να πηδήξω.

Ενόμιζον ότι ωνειρεύοντο· εις τους σιδηρούς βραχίονας του βαρβάρου η τεραστία κεφαλή του ταύρου συνεστρέφετο ολίγον κατ' ολίγον. Το πρόσωπον του Λιγειέως, ο τράχηλός του και οι βραχίονες του είχον καταστή πορφυροί· το τόξον της ράχεώς του είχε κυρτωθή ακόμη περισσότερον. Έβλεπον ότι ούτος συνέλεγε το υπόλοιπον των υπεράνθρωπων δυνάμεών του και ότι μετ' ολίγον αύται θα εξηντλούντο.

Απεπειράθη δις ναναβή εις τον οίκον εκείνον, αλλά δις απεκρούσθη υπό του φυλάττοντος φρουρού, όστις τον εσκόπευσε με το τόξον του και τον ηπείλει ότι ήθελε τον φονεύση. — Σκότωσέ με, έκραξεν ο Μάχτος· τούτο θα είνε το καλλίτερον. — Φεύγ' απ' εδώ, τω έκραξεν οικτείρας αυτόν ο φρουρός. Ο Μάχτος απεφάσισε να μείνη εκεί μέχρι της πρωίας, όπως ίδη, τι έμελλε ναπογείνη.