United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσταμάτησε μέσα στη μικρή πολιτεία του Τινταγκέλ, εγκατεστάθη στο σπήτι κάποιου αστού μαζύ με τον Γκορνεβάλη, κ' έλυωνε εκεί βασανισμένος από τον πυρετό, σκληρότερα πληγωμένος παρά άλλοτε, τον καιρό που η λόγχη του Μόρχολτ είχε δηλητηριάσει το σώμα του.

Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή. Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία. Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο ράσο που δεν τέλειωσεν ακόμα τη δοκιμασία του.

Η άλλαις δούλαιςτα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα· εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι, ενδύθη και το κοφτερό σπαθίτον ώμο εζώσθη. 125τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, καιτο κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας· «Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130 ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει, ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».

Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόντην αγκαλιά της την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασανταις σούβλαις, και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, 'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας κοντάτους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. και μέγας χοίρος κείτονταντο βάθος πυκνού λόγγου· κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίροςτον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.

Είδε, από τα επεισόδια της φωτιάς, του πηδήματος από την εκκλησιά, της ενέδρας κατά των λεπρών, ότι ο Θεός μας είχε πάρει στην προστασία του. Θυμήθηκε τότε το παιδί που, παληά, έπαιζε την άρπα στα πόδια του, και τη χώρα του Λοοννουά που για χάρι του εγκατέλειψα, και τη λόγχη του Μόρχολτ, και το αίμα που έχυσα για την τιμή του.

Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, όσο εγώ ζω κ' εδώτην γη βλέπω το φως του ηλίου. κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 ευθύς το μαύρον αίμα τουτην λόγχη μου θα ρεύση. ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέαςτα γόνατα του, κ' έβαζετα χέρια μου ψημένο κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονετα χείλη. όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.

Μια φορά, άλλοτε: ήμουν ο πληγωμένος τραγουδιστής που έσωσες όταν έβγαλες από το σώμα του το φαρμάκι με το οποίο ήταν δηλητηριασμένη η λόγχη του Μόρχολτ. Μην κοκκινίζης, τρυφερή κόρη, όπου γιάτρεψες αυτές της πληγές.

Εις δε τον Αμφιάραον, μαθών ο Κροίσος την αρετήν και το οικτρόν αυτού τέλος, αφιέρωσεν ασπίδα ολόχρυσον της οποίας και το ακόντιον και η λόγχη ήσαν ομοίως χρυσά. Τα δύο ταύτα πράγματα εσώζοντο ακόμη μέχρι των ημερών μου εις τας Θήβας, και έκειντο εις τον ναόν του Ισμηνίου Απόλλωνος.

Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι· κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη μες το λαγγόνι, και ο χαλκόςτο αντίκρυ βγήκε μέρος· 295 και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομοςτο χώμα. την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους.