United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια μας ετραγούδησεν ο Δάφνις ο βουκόλος και τέτοια αποκρινάμενος τραγούδησ' ο Μενάλκας.

Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία, και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· 355 «Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης· τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη, οπού μ' επρόσεχε παιδίτο σπίτι μας μ' αγάπη, εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος, ή αν, όταν τρικύμιζεςτο δώμ', εμπρός σου ευρέθη». 360

Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, με λόγια χλυκομίλητααυτούς εστράφη κ' είπε· «Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».

Και ηυξάνοντο και επληθύνοντο, πληρούντες την ευχήν ή την κατάραν του Δημάρχου. Μας διηγήθη την ιστορίαν, πώς είχεν έλθει εις την νήσον η δαιμονία οικογένεια, ο γέρων Διονύσιος, ο εμπνευσμένος πνευματικός, εις τον Προφήτην Ηλίαν. Ήτο καλός κολυμβητής, αν και εξωμερίτης, ήτοι γεωργός και βουκόλος.

Ο βουκόλος έτρεξε κατόπιν του φωνάζων: «Να! να!», αλλά ταχέως είδεν ότι εματαιοπόνει και σταματήσας παρετήρει τον οιστρηλατούμενον ταύρον απομακρυνόμενον, υπερπηδώντα τα χανδάκια, εισδύοντα εις τα σπαρτά και πάλιν αναφαινόμενον με την ουράν πάντοτε υψωμένην.

Όταν δε έμεινε μόνος μετά του βουκόλου, ο Αστυάγης τον ηρώτησε πόθεν έλαβε το παιδίον εκείνο και ποίος το παρέδωκεν εις αυτόν. Ο βουκόλος εβεβαίωσεν ότι ήτο ιδικόν του, και ότι η μήτηρ ήτις το εγέννησεν έζη ακόμη εις την οικίαν του. Ο δε Αστυάγης επανέλαβεν ότι δεν ήθελε το συμφέρον του, αλλ' ότι επεθύμει να βασανισθή. Συγχρόνως δε με τας λέξεις ταύτας ένευσεν εις τους δορυφόρους να τον συλλάβωσι.

Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290 και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, εγύρισ' η γερόντισσατο σπίτι να πλαγιάση· η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, 'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295 με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, καιτα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.

Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80 τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων· τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι· και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε· «Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85 δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα, αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90 εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο· διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα· δεν ομοιάζειτην ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν, και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95

Ο βουκόλος, αφού ήκουσε τους λόγους τούτους, έλαβε το παιδίον, επέστρεψεν οίκαδε και έφθασεν εις την έπαυλιν. Η γυνή του, ήτις περιέμενεν από ημέρας εις ημέραν να γεννήση, εγέννησε κατά τύχην τότε ότε ο βουκόλος ήτο εις την πόλιν.

Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· 265 τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας, τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη, τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα. τότε οι μνηστήρες σύρθηκαντο βάθος του μεγάρου, 270 και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις.