United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μάρκος παράγγειλε στον Τριστάνο με τους βαρώνους του, ν' απομακρυνθή δίχως αναβολή. Τότε ο Τριστάνος πλησίασε τη Βασίλισσα, να την αποχαιρετίση. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Η Βασίλισσα ντράπηκε μπρος στον κόσμο και κοκκίνησε.

Το δαχτυλίδι θα πάη στην εικόνα, που μου παράγγειλε. Ο Ρήγας του Μαθιού τον κύτταξε τώρα στα μάτια σα χαζός. — Τώξερες λοιπόν, θεοσκοτωμένε; — Δεν ήξερα τίποτε, που να ξεραθώ! Εκείνο το βράδυ τον αντάμωσα που τραβούσε κατά το μώλο. «Άκου, συμπέθερε! μου λέει Πάρε τούτο το δαχτυλίδι. Εμένα τα δάχτυλά μου φυράνανε κ' εκεί που ψαρεύω με παίρνει καμμιά φορά ο ύπνος και θα μου πέση στο γιαλό.

Παράγγειλε στον μπάρμπα μας, τον Κοψιδάκη, να του σφάξη τέσσερ' αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, θυσία . . . Και χωριστά ο κουμπάρος, που θα σφάξη δύο τραγιά, και θα κουβαλήση πήττες και μπακλαβάδες.

Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν· ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία.

Μου είπε να εύρω τα ίχνη των ποδιών της, να πατήσω εις το αριστερό με το δεξί μου πόδι και εις το δεξιόν με το αριστερό και αφού τα χαλάσω να λέγω: Πατώ επάνω σου και από κάτω μου σ' έχω. Και το έκαμα όπως μου παράγγειλε. ΜΕΛ. Λοιπόν, Βακχί, μην παραμελήσης, μην παραμελήσης σε παρακαλώ, αλλά φέρε μου αυτή τη γυναίκα.

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης «Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ; πώς και τα διο να γίνουν; Πρέπει να πάω 'να λόγονε να πω στον Αχιλέα π' ο γέρος μού παράγγειλε, ο βασιλιάς της Πύλος· 840 μα κι' έτσι δε σ' άφίνω εγώ να σε παιδέβει ο πόνοςΕίπε, και στην καλύβα του τον πάει, σηκώνοντάς τον κάτου απ' τα στήθια. Κι' είδε τον ο παραγιός και χάμου του στρώνει βοϊδοδέρματα.

Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου. Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.

Μα πιο πολύ απ' όλα τον βασάνιζε η τοποθέτηση της Δόξας. Ήθελε νάβρη για κείνη ένα βάθρο πολύτιμο, όλως διόλου άξιο για τέτοιο καλλιτέχνημα. Τις έφτιασε ένα από μάρμαρο λευκό και την τοποθέτησε δίπλα στο τραπέζι της δουλειάς του. Μα το μάρμαρο του φαινότανε πρόστυχο. Αντί να δείχνη την ωμορφιά της την έκρυβε. Παράγγειλε λοιπόν έναν κορμό καρυάς ψηλόν ως ένα μέτρο και τον έφεραν στο γραφείο του.

Δεν ηξεύρεις, είπεν εις αυτόν, ότι αύριον εις τας δέκα θα σε τουφεκίσουν; — Το ηξεύρω πολύ καλά· γενηθήτω το θέλημα του Θεού. Ηξεύρω όμως ότι έχω το δικαίωμα να ζητήσω να φάγω ό,τι θέλω εις το τελευταίον μου γεύμα. Παράγγειλε να μου φέρουν μίαν μακαρονάδα, ένα ψητόν καπόνι και κρασί των Συρακουσών.