United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εδά, σαν και μούδωκες αφορμή, σου το λέω μια για πάντα· να μην ξαναβγή απού το στόμα σου τόνομα τσ' αδερφής μου και να μην ξαναπατήσης σπίτι μας. — Έλα δα, μα δε θα τη φάω την αδερφή σου! είπεν ο Μανώλης με κίνημα αγανακτήσεως. — Εκείνο που σου λέω 'γώ! είπεν ο Στρατής τρέμων εξ οργής. Σα σου τη δώση ο κύρης μου να την πάρης και να την λουστής.

Κάθε νίκη του, κάθε φορά που η σημαία μας, που τώρα μόλις μέσα εκεί στο Στάδιο την ωμορφιά της εκατάλαβα―κάθε φοράν που υψώνουνταν εις τον ιστό, και τόνομα του Παύλου μας αντιλαλούσε δοξασμένο, μέσα σε όλου του κόσμου εκείνου την αναβοή, μέσα στον ενθουσιασμό τον έξαλλο και τα χειροκροτήματα και την λαχτάρα και την άγια χαρά... Ω! Μαρία!

Μπορεί όμως κάθε Ρωμιός να πη και να κλίνη αλάθεφτα του τόπου του δικού του τόνομα; Όχι, το βλέπουμε κι από τον Κολοκοτρώνη πως δεν μπορεί. Λοιπόν τι βγαίνει; βγαίνει που το έθνος δεν έχει όνομα εθνικό. Κ' η αλήθεια είναι που χάρη στην καθαρέβουσα, σήμερις η Ελλάδα όνομα δεν έχει.

Μίρτε, και συ φίλε μου, είπα αποτεινόμενος συγχρόνως προς άλλον ομήλικόν του, τον νεώτερον και των πέντε. Μείνατε σεις οι δύο εδώ και να έλθετε εις το ποτάμι, όταν σας φωνάξω απ' εκεί. Οι δύο νέοι αντήλλαξαν έν βλέμμα. Συνενοήθησαν άνευ λέξεων. — Κύριε υπασπιστά, απεκρίθη ο Μίρτος, λαβών εκείνος τον λόγον. Δεν με προσηγόρευσε με τόνομά μου καθώς πριν.

Πολλά καράβια έμπαιναν στο λιμάνι. Ό Πύργος υψώνετο αντίκρυ στη θάλασσα, ισχυρός και ωραίος καλά προφυλαγμένος από κάθε επίθεσι και κάθε πολεμική προσβολή. Ο ψηλότερος πυργίσκος του, που τον είχαν χτίσει, παλαιικά οι γίγαντες, ήταν φτιαγμένος από μεγάλους και καλοκομμένους πέτρινους όγκους, πράσινους και γαλανούς. Ο Τριστάνος ρώτησε τόνομα του Πύργου. «Ωραίε ακόλουθε, Τινταγκέλ ονομάζεται.

Ίων! προτήτερα εγώ απ' όλους τους θεούς σου παραδίδω τόνομα, οπού θα φέρνης πάντα. ΙΩΝ Το άρμα το τετράλογο προβαίνει, και λάμπει όλ' η πλάσι φωτισμένη από το φως του ήλιου το λαμπρό• και στην φωτιά ετούτη την αιθέρια μπροστά, τραβούν και φεύγουνε ταστέρια μαζύ με το σκοτάδι το ιερό.

Ο βράχος είναι απότομος και κάτω αγριοβογγούν αφρισμένα τα κύματα. Το παιδί ξεκούμπωσε το φόρεμά του. Το κρατεί τεντωμένο μετά δυο του χέρια, ώστε να είναι σαν παννί πλοίου. Του φαίνεται θεϊκή χαρά να αιστάνεται πως αντιστέκεται στην τρικυμία, που φοβερίζει να το γκρεμίση από το βράχο στη θάλασσα. Απάνω στη χαρά του αυτή το ξαφνίζει μια φωνή, που κράζει τόνομά του μέσα στον άνεμο.

Το αι , με κατοπινό ο , έγινε ι , όπως ο παλαιός έγινε παλιός , το δίκαιο δίκιο, το και κι πριν από λέξη που αρχίζει με α, ο, ου, λ. χ. ο τάδες κι ο τάδες, και όλα, κιόλα, κιόλας κτλ. κτλ. Μα ποιος τους τόδωσε στους Έλληνες τόνομα ετούτο; Ποιος τόλμησε και τους είπε Ρωμαίους; Ποιος άλλος παρά ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος, όπως είναι και γνωστό; Τρομερός λοιπόν προπαγαντίστας αφτός!

ΜΙΡ. Ω! για τόνομα του Μεγαλοδύναμου! τα κλάυματα πώκαμα τότε δεν τα θυμάμαι· ας ματακλάψω τώρα· εκείνος ο στοχασμός με κάνει να δακρύσω. ΠΡΟΣΠ. Άκουσε ολίγο ακόμα, κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη. ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε; ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί.

Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε τούμεινε τόνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνη ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια τι να γίνη; Ψωμί, ψωμάκι!