United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δε του είπα την καθαράν αλήθειαν, ότι είνε αδύνατον να σωθή η γυνή και ωμολόγησα ότι το νόσημα ήτο υπέρτερον των δυνάμεων μου, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και οργής και έλεγεν ότι εκουσίως εγκατέλειπα εις την τύχην της την γυναίκα, ότι ήθελα την καταστροφήν της και διά την αδυναμίαν της τέχνης κατηγόρει εμέ.

Και διά τούτο, το να την υποβάλωσιν εις την εκ περισσού φρίκην της βδελυράς ταύτης δημοσιότητος, να την σύρωσι, νωπήν ακόμη εκ της αγωνίας της ανακαλύψεως, εις τους ιερούς περιβόλους του Ναού, να υποβάλωσι την ακάλυπτον, λυσίκομον, περίτρομον ταύτην γυναίκα εις την ψυχράν και σαρκικήν περιεργίαν κακεντρεχούς όχλου, να την καταστήσωσιν, εν πλήρει αδιαφορία προς τας ιδίας ταλαιπωρίας της, παθητικόν όργανον του μίσους των κατά του Ιησού· και να διαπράξωσιν όλα ταύτα, όχι υπό το κράτος ηθικής αγανακτήσεως, αλλά προς θεραπείαν της ιδιοτελούς και υπολογιζούσης κακοβουλίας των, απεδείκνυεν εκ μέρους των ψυχρόν, σκληρόν κυνισμόν, άχαριν, ανελεήμονα, βάρβαρον βαναυσότητα καρδίας και συνειδήσεως, ήτις δεν ηδύνατο ειμή να φανή αποτρόπαιος εις Εκείνον όστις μόνος ήτο απείρως τρυφερός και επιεικής, επειδή μόνος ήτο απείρως καθαρός.

Όλη η σκηνή ελύπησε τον Ιησούν κατάκαρδα. «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, εφώνησεν· έως πότε έσομαι μεθ' υμών, έως πότε ανέξομαι υμάς;» Η κραυγή αύτη της αγανακτήσεως εφαίνετο απευθυνομένη προς πάντας· προς το απλώς περίεργον πλήθος, προς τους κακοβούλους Γραμματείς, προς τους βραδείς την πίστιν και κλονουμένους μαθητάς. «Φέρετε Μοι αυτόν ώδε».

&Διότι η αμαρτία είνε αδυναμίαδιότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον τίποτε ευτελέστερον ενόχου συνειδήσεως, τίποτε τόσον ακαταμάχητον όσον το ανερχόμενον κύμα θεοειδούς αγανακτήσεως κατά παντός του χαμερπούς και του πονηρού.

Τούτο εννοήσας ο Ακρίσιος, ο οποίος είνε γέρων άγριος και ζηλότυπος, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και νομίσας ότι η κόρη είχεν εραστήν, την έκλεισεν εις την κιβωτόν άμα εγέννησε. ΔΩΡ. Αυτή δε τι έκανε;

Ήρθα να σάςε πω πως δε θέλω μπλειο παντριγές, μουδέ πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον μεγάλης αγανακτήσεως. — Να τα! ... Και πώς σούρθε πάλι τουτονά το ξαφνικό; Μην 'πά και μάλωσες πάλι με το Στρατή; — Δεν εμάλωσα με κιανένα. . μα δε θέλω να ξανακούσω τόνομά του μουδ' αυτουνού μουδέ τσ' αδερφής του, μουδέ κιανενούς απού τη χοιρογενειά τως! Δε θέλω μπλειο να τσοι κατέχω.

Πιθανός το προσποίητον τούτο πένθος ήτο λίαν αντιπαθές εις τον Χριστόν. Σταθείς εις την θύραν διά ν' απαγορεύση όπως μη τις εκ του πλήθους Τον ακολουθήση εισήλθεν εις την οικίαν μετά τριών μόνον εκ των μαθητών Του, του Πέτρου και Ιακώβου και Ιωάννου. Ο Χριστός μετ' αγανακτήσεως απέπεμψε τους εμμίσθους θρηνωδούς.

Είνε τις εξ υμών, ηρώτησεν, όστις, εάν έν μόνον πρόβατον εμπέση εις λάκκον ύδατος, δεν θα το δράξη διά να τα εξαγάγη εκείθεν; Πόσον καλλίτερος είνε ο άνθρωπος από έν πρόβατον; Το επιχείρημα ήτο ακαταμάχητον, αλλ' όμως η σιωπή των εξηκολούθει ακόμη. Εκείνος τους εθεώρησε μετ' οργής και αγανακτήσεως.

Εμπλησθείς δικαίως περιφρονήσεως προς την ασέβειαν ταύτην, φλέγων εξ ακαθέκτου και αγίας αγανακτήσεως, ο Ιησούς, εισερχόμενος εις τον ναόν, κατεσκεύασε μαστίγιον από τα βρύα τα κείμενα επί του εδάφους· και καταρχάς απεδίωξε τα πρόβατα και τους βους, καθώς και τους οδηγούντας αυτά.

Τα δάκρυα είχον ξηρανθή επί της μορφής αυτού, και τα ίχνη αυτών εφαίνοντο επί των παρειών μεμιγμένα μετά της ασβόλης, ήτις συνήθως έχραινε το πρόσωπον αυτού. Η δε Γύφτισσα ουδέν ενόει εκ της αγανακτήσεως, ην εξέφραζεν η στάσις αύτη. Τον εθεώρει μετ' εκπλήξεως και δεν εύρισκε λέξιν να είπη. Ο Μάχτος εξήλθεν εκ της καλύβης, καταλιπών αυτήν άναυδον. Αι δύο πληγαί.