United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μην τα ξανακούσω τα προξενήματα της Κουταλιανής που ανακατώνεται στις δουλειές των άλλωνε σαν την όρνιθα μες σταλώνι. Να πάω να τα πιάσω τ' αυτιά της και να τα σέρνω ώσπου αίμα να στάζουνε. Να την πριονίσω την ασυμμάζευτη γλώσσα της, που σε βρήκε μαλακόκαρδη και σ' έπαιζε στα χεράκια της πάλι η θεοκατάρατη.

Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.

Και τον πάγο και τους βράχους αφτούς εδώ θα τους διής να κορώσουν, άμα τους βάλης σπίθα παρμένη από μέσα από την καρδιά σου. Όλα τάχω παρατηρημένα. Έτσι μόνο, για τούτο μοναχά το λόγο, με μιας κατάλαβε η Λέλα. Πες το, φως μου, σαν που το είπες εκείνη τη νύχτα, πες το, Λέλα, να το ξανακούσω. Όχι! μάρμαρο δεν είταν· την ψυχή της, άκουσα την ψυχή της που μου μιλούσε.

Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά. — Στην εκκλησιά; πέμτη μέρα; Η μπας και θα παντρευτής; — Όχι, ξεμολογιέμαι. — Αι και τι; ξομολόγος είμαι; — Άφινέ τα. Τάχατες δεν τάκουσες; Ή τον ανήξερο μας κάμνεις; — Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα.

Ήρθα να σάςε πω πως δε θέλω μπλειο παντριγές, μουδέ πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον μεγάλης αγανακτήσεως. — Να τα! ... Και πώς σούρθε πάλι τουτονά το ξαφνικό; Μην 'πά και μάλωσες πάλι με το Στρατή; — Δεν εμάλωσα με κιανένα. . μα δε θέλω να ξανακούσω τόνομά του μουδ' αυτουνού μουδέ τσ' αδερφής του, μουδέ κιανενούς απού τη χοιρογενειά τως! Δε θέλω μπλειο να τσοι κατέχω.

Όλα τα ήκουσα και το πώς ενυμφεύθη, τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα πάθη του, τας περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε τόσον ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να τα ξανακούσω πάλιν.

Εσύ τα φταις, απού τον αφήκες κ' επήρε μούρη, κρίμα στο μπόι σου! Ο Μανιόλης εζάρωσε. — Μα είντα κάθεσαι και μου λες, είπεν η Ρηγινιώ, πως δεν μπορεί να το κάμη; Ντ' αύτη 'ν' η τέχνη του. Μάγος δεν είνε; — Ό,τι διάολο θέλει ας είνε· μεμένα δεν μπορεί να τα βάλη, γιατί κατέει ποιος είμαι. Εκατάλαβες; Και τέτοιες κουβέντες δε θέλω να τσι ξανακούσω.

Το ξέρεις πως θα φρενιάσουν, και γι' αυτό μου το λες. Μήτε να την ακούσουνε δε θα καταδεχτούν τη φτωχική προξενειά μου. Με τρώγ' η αγάπη σου, Αρετούλα, και σωτηριά πια δε βλέπω άλλη παρά το ναι σου και την κρύφια στεφάνωση. Αρετ. Να μην τύχη και σε ξανακούσω, καημένε! Να με κλέψη, λέει! Χριστός και Παναγιά! Στεφ.