United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν την Γαλάτεια κι' αυτή να γίνη νύφη ζηλευτή, μα νάναι και με προίκα. Κι' όλοι τη νύφη να κυττούν, και να μην παύουν να 'ρωτούν που διάβολο τη 'βρήκα! Μπόι δυο πήχες, κόψι κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι' εκεί Κούτελο θείο 'λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι' ένα πηγούνι σαν το Χριστό.

Η Παυλίνα έκανε χάζι το μικρό συνεφάκι που ανέβαινε απάνω απ' την περαστική σκιά κ' ύστερα έσβυνε και σκορπούσε σαν να μην ήτανε. Ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό. Ποιος ξέρει; Η Παυλίνα είχε μια μεγάλη κούκλα, που, λίγα χρόνια πριν, ήτανε ίσα με το μπόι της.

Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζη, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ' ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν σπιθαμήν κάτω.

Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάωτον άι Δημήτρη. — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου τάδωσε; — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε.

Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι' ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνη στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνη και στο μπόι. Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε απομέσα τους. — Δεν πεθαίνει το καϋμένο να ησυχάση απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...

Για να προκόψη η επιστήμη, για να μάθη χωριανές γλώσσες, τι δεν κάνει ο γλωσσολόγος; Αφίνει το σπιτικό του, ως και στης Τήνος τα ξενοδοχεία πάει να καθήση. Δυο νύχτες με την αράδα κοιμήθηκα λαμπρά στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, απάνω σ' ένα ξύλινο τραπέζι, μάλιστα απάνω σε δυο, γιατί έχω και μπόι. Μεσημέρι και βράδυ με σερβίριζε ο ξενοδόχος το ξακουστό το τηνιακό το κρέας.

Θέλεις, Αφέντρα μου, να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής ώμορφα- ώμορφα, να καμαρώνης, για να ιδώ πώς θα φαίνωμαι όταν με βάλουν μέσα . . . ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι; γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα . . . Να τεντωθής, ολίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε, πάνω-κάτω. Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κοινόν λάκκον.

Κατ' ευτυχίαν το δωμάτιον είχεν έν μικρόν υπόγειον, πολύ ρηχόν, μισό μπόι το βάθος, με μίαν κλαβανήν. Εκεί κάτω έβαλεν η ξένη της κόττες της, να κατιάσουν. Είπεν ότι ονομάζεται κυρά Σταυρούλα. Εκείθεν κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα και κάθε πρωί, σχεδόν πάσαν ώραν της νυκτός και της ημέρας, ελαλούσαν βραχνοί και μεγαλόστομοι οι δύο πετεινοί.

Ζούσαν ήσυχα και παινεμένα και δε γήραζαν. Οι μικροπολίτες δε μοιάζανε με κανέναν άλλο λαό. Τι περίεργη ιστορία! Άμα έρχουνταν κανένας ξένος στη Μικρόπολη, όσο μπόι κι αν είχε, γίνουνταν αμέσως άφαντος ο ξένος. Οι μικροπολίτες ανέβαιναν απάνω του και τον αποσκέπαζαν τον κακορρίζικο. Ο ένας κάθουνταν απάνω σταφτί του, ο άλλος απάνω στο μύτη του, ο άλλος στο μάτι του ή στο δάχτυλο του.

Τ' ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μέσ' τον τάφο που έχει κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της! . . . Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμμα! Και να ξαπλωθή στον λάκκο μέσα, ακούς!