United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν την Γαλάτεια κι' αυτή να γίνη νύφη ζηλευτή, μα νάναι και με προίκα. Κι' όλοι τη νύφη να κυττούν, και να μην παύουν να 'ρωτούν που διάβολο τη 'βρήκα! Μπόι δυο πήχες, κόψι κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι' εκεί Κούτελο θείο 'λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι' ένα πηγούνι σαν το Χριστό.

Και από Μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια Δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλια. 350 Από τα βούρλα τα στεγνά, αυτά τα παλληκάρια, Βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια, Και σαν απαρματόθηκαν σιμαζωχτοί πηγαίνουν· Της όχταις πιάνουν της ψηλαίς· το μάλωμ' αναμένουν. Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμομένο μάτι· 355 Σιούν τα κοντάρια φοβεροί, και από καρδιά γιομάτοι.

Αν είχες γένεια, σ' έκαμνα εγώ εσένα τώρα να τρέμη το πηγούνι σου! Τι θέλεις; ΚΟΡΝ. Ω αχρείε! α’ ΥΠΗΡ. Τόπον λοιπόν εις την οργήν, κι' ας γίνη ό,τι γίνη! Μάχονται. Δος το σπαθί σου. Ο αισχρός αντίστασιν θα κάμη! α’ ΥΠΗΡ. Μ' εσκότωσε...Αυθέντα μου, σου μένει ένα 'μάτι να τον ιδής τι έπαθε! Αποθνήσκει. ΚΟΡΝ. Δεν θα τον αφήσω τίποτε άλλο να ιδή και με το άλλο 'μάτι.

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475

Η μύτη του δεν άγγιζε πάντα το πηγούνι μου και δεν ήμουνα πάντα υπηρέτρια. Είμαι η κόρη του πάπα Ουρβανού Χ και της πριγκιπέσσας Παλεστρίνα. Μ' ανάθρεψαν ως τα δεκατέσσερά μου χρόνια μέσα σ' ένα παλάτι, που μπροστά του όλοι οι πύργοι των Γερμανών βαρώνων σας δε θα μπορούσανε να χρησιμέψουν ούτε για σταύλοι. Κ' ένα μου μονάχα φουστάνι κόστιζε περισσότερο απ' όλα τα πλούτη της Βεστφαλίας.

Ξεδοντιασμένο κι’ άχαρο και μέσα γυρισμένο Τόσο, που λίγο θέλανε να γλυκοφιληθούνε Το σεβλερό πηγούνι της με την κυρτή της μύτη. Το κοπιασμένο της κορμί σ’ ένα ραβδί κουμπούσε Κι’ απάνω από τ’ ακάθαρτο και τρύπιο της φακιόλι Πετούσαν έξω σύσκλυδα τα κάτασπρα μαλλιά της.... Λέγει στο Γιάννο : — Τι έπαθες; τι δυστυχία σ’ ηύρε.

Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!

Μα τώρα εμένα με μισεί, και πήγε και της Θέτης 370 το θέλημα τής τόκανε, π' ομπρός του, με το χέρι κρατώντας το πηγούνι του, τα γόνατα φιλώντας, του πρόσπεσε το γιόκα της ναν της καλοκαρδίσει. Μα ας είναι, θα ξανάρθει αβγή να πει καλή μου κόρη.