United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδού πώς εδιηγείτο η ιδία την ιστορίαν της: — «Δεν είναι καλόν το νόμισμα τούτο, δεν το θέλω» Αι λέξεις αυταί με έσφαζαν, έλεγεν η δραχμή. Ήξευρα ότι ήμουν δραχμή γνησία και ότι έκαμνα καλόν ήχον όταν μ' εβροντούσαν· βεβαίως όσοι δεν με ήθελαν δεν ήξευραν τι τους γίνεται, ή θα ωμιλούσαν δι' άλλο νόμισμα. Και όμως δι' εμένα ήτο όπου έλεγαν:». Δεν την θέλω, δεν είναι καλή

Αν είχες γένεια, σ' έκαμνα εγώ εσένα τώρα να τρέμη το πηγούνι σου! Τι θέλεις; ΚΟΡΝ. Ω αχρείε! α’ ΥΠΗΡ. Τόπον λοιπόν εις την οργήν, κι' ας γίνη ό,τι γίνη! Μάχονται. Δος το σπαθί σου. Ο αισχρός αντίστασιν θα κάμη! α’ ΥΠΗΡ. Μ' εσκότωσε...Αυθέντα μου, σου μένει ένα 'μάτι να τον ιδής τι έπαθε! Αποθνήσκει. ΚΟΡΝ. Δεν θα τον αφήσω τίποτε άλλο να ιδή και με το άλλο 'μάτι.

Όλες οι παρεκάλεσές μου εστάθησαν ανωφελείς και μάταιες· μάλιστα τότε με κάθε σπουδήν εκατέβασαν το λείψανον της γυναικός μου εις τον τάφον· έπειτα αποχαιρετήσαντές με εκατέβασαν και εμένα εις ένα ξυλοκρέββατον ανοικτό με ένα αγγείον νερόν, και με επτά ψωμιά και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με την μεγαλώτατην πέτραν, με όλους τους θρήνους, κλαυθμούς και οδυρμούς που έκαμνα μεγαλοφώνως.

Ο σιχαμένος εκείνος δεν ήλθε καθόλου να με ιδή. — Άφες με να ιδώ το αυγόν, το οποίον δεν σκάνει, είπεν η γραία. Να σε χαρώ, αυτό είναι κούρκας αυγόν. Την έπαθα και εγώ μίαν φοράν, και κατόπιν είδα και υπέφερα με τα μικρά, διότι φοβούνται το νερόν. Δεν ημπορούσα να τα κάμω να κολυμβήσουν. Ό,τι και αν έκαμνα του κακού! Ω! βέβαια, αυτό είναι κούρκας αυγόν.

Και σα στάθηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ' έξω, κ' είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθη». Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τόνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει.

Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει.

Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Μετά τινας αστείους και δηκτικούς υπαινιγμούς της προς την θάλασσαν δειλίας μου: — Με ήκουες, είπε, πώς εγελούσα πάντοτε δυνατά; επίτηδες το έκαμνα. Δεν ηξεύρεις τι αστείος που είναι ο ιατρός. Ό,τι και αν πη θα σε κάμη να γελάσης. Και επειδή η μητέρα είναι ολίγον ασθενής, και επειδή του αρέσκουν, λέγει, τα γέλοια μου, όλο τον καιρό δεν έλειψεν από την κ α μ π ί ν α μας.

Σαν ένας τρελλός, επηδούσα από τους δρόμους γεμάτους από ανθρώπους. Τέλος οι διαβάται ετρόμαξαν και ήρχισαν να με καταδιώκουν. Καταλάβαινα τότε ότι η δυστυχία μου επλησίαζεν. Εάν ημπορούσα να ξεσχίσω την γλώσσαν μου θα το έκαμνα. Αλλά μία αγρία φωνή ήχησεν εις τα αυτιά μου, και ένα χέρι ακόμη αγριώτερον με άρπαξεν από τον ώμο. Εγύρισα πίσω, εζήτησα ν' αναπνεύσω και πάλιν.

Ό,τι και αν έκαμνα και όσον και αν εφώναζα δεν θα κατώρθωνα τίποτες, εν ω αν εσώπαινα, ημπορούσε να γίνη κάτι για μένα, ως π. χ. να βάλουν την κόρη μου χάρισμα εις το φρενοκομείο, δεν αποκρίθηκα τίποτες, γιατί την απόφασί μου την είχα πάρη. Έγραψα του πεθερού μου να φροντίση, όσο πτωχός και αν είνε, για την κόρη του και την εγγονή του.