United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημέραν τινά, ενώ η παράφορος γυνή μανιωδώς εκραύγαζε και βροντοφώνως εξύβριζε τον αγαθόν σύζυγόν της, αυτός ατάραχος εξήρχετο της οικίας. Η Ξανθίππη τότε, λαβούσα αγγείον πλήρες, εκένωσεν αυτό επί της κεφαλής του συζύγου της. Αλλ' ο Σωκράτης, αντί ν' αγανακτήση, γελών είπε « μετά τας βροντάς επέρχεται βροχή, » διδάσκων ούτω την υπομονήν, την πραότητα, την αμνησικακίαν.

Η Μαργή όμως όχι μόνον δεν τον ηγάπα, αλλ' ούτε να τον βλέπη υπέφερε και δεν παρέλειπε να του το δεικνύη εις πάσαν περίστασιν. Ένα δειλινόν, ενώ επότιζε τα άνθη της, επέρασεν ο Μανώλης και της εζήτησε βασιλικόν αλλ' αυτή αντί βασιλικού του έρριψε κατά κεφαλής το πήλινον αγγείον με το οποίον επότιζε.

Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου και ητοιμάσθη να το γευθή.

Τούτους δε τους φόρους θησαυρίζει ο βασιλεύς κατά τον ακόλουθον τρόπον· τήκων τα μέταλλα, τα χύνει εις πηλίνους πίθους, αφού δε πληρωθή το αγγείον, θραύει το περικάλυμμα, και όταν λάβη ανάγκην χρημάτων κόπτει τόσον νόμισμα όσον χρειάζεται εκάστοτε.

Αφού χύσωσιν οίνον επί της κεφαλής των, σφάζουσι τους ανθρώπους εις αγγείον, το οποίον αναβιβάζοντες έτι του σωρού των φρυγάνων καταβρέχουσι τον ακινάκην με το αίμα· ενώ δε οι μεν αναβιβάζουσιν αυτό, οι άλλοι μένοντες εις τους πρόποδας του σωρού, κόπτουσιν ολοκλήρους τους δεξιούς ώμους των σφαγέντων ανδρών ομού με τας χείρας, και ρίπτουσιν αυτούς εις τον αέρα· έπειτα δε, αφού τελειώσωσι την θυσίαν και των άλλων θυμάτων, αναχωρούσι.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.

Αυτός ο καπνός εξηπλώθη εις τον αέρα, επάνω εις το περιγιάλι· και όταν εβγήκεν όλος από το αγγείον, πρώτον εσχημάτισεν ένα σύγνεφον πυκνόν και μαύρον, και ύστερα ολίγον κατ' ολίγον μετεμορφώθη το σύγνεφον εις ένα φοβερόν και τερατώδες εναέριον Τελώνιον. Ο δυστυχής ψαράς βλέποντας ένα τέτοιον φοβερόν θέαμα ηθέλησε να φύγη, αλλ' από τον φόβον του έμεινεν ακίνητος και εκστατικός.

Αφού έφθασαν οι Ιχθυοφάγοι εκ της Ελεφαντίνης εις τον Καμβύσην, τους έπεμψεν ούτος εις την Αιθιοπίαν παραγγείλας τι ώφειλον να είπωσι, και φέροντας δώρα, ένδυμα πορφυρούν, περιδέραιον στρεπτόν εκ χρυσού, ψέλια, αλαβάστρινον αγγείον με μύρραν και κάδον με οίνον φοινίκων.

Εις ποίας λοιπόν αποδείξεις στηριζόμενος λέγω τούτο; Αισθάνομαι, ω θαυμάσιε, ότι είναι γεμάτο κάπως το στήθος μου από δύναμιν να είπω άλλα πράγματα όχι χειρότερα από αυτά του Λυσίου· ότι μεν λοιπόν, όσα ωραία δύναμαι να είπω, δεν θα είναι βγαλμένα από τον νουν μου, το γνωρίζω πολύ καλά διότι έχω συνείδησιν της αμαθείας μου· μένει πλέον, μου φαίνεται, να υποθέση τις ότι εγεμίσθη όλη η ψυχή μου διά της ακοής, ως να ήμην αγγείον, από κάποια ξένα νάματα λόγων· αλλ' όμως ένεκα της νωθρότητος και αυτό τούτο ελησμόνησα, με ποίον τρόπον δηλαδή και από ποίους τα έχω ακούσει.

Όταν ο ψαράς ετελείωσε την ιστορίαν του βασιλέως των Ελλήνων και του ιατρού Δαβάν, ομιλώντας πάντοτε με το Τελώνιον, που εκρατούσε κλεισμένον μέσα εις το χάλκινον αγγείον, του λέγει· εάν εκείνος ο βασιλεύς ελάμβανεν ευσπλαγχνίαν προς τον ιατρόν και δεν τον εθανάτωνεν αδίκως, ούτε αυτός θα ελάμβανεν εκείνο το κακόν τέλος της ζωής του με το φαρμάκι, μάλιστα διά την αχαριστίαν που έδειξε προς τον ιατρόν, αφού τον ελευθέρωσεν από το πάθος της λέπρας· παρομοίως και συ, ω Τελώνιον, ήθελες να με θανατώσης ασπλάγχνως, εις καιρόν που σε ηλευθέρωσα από μίαν παντοτεινήν σου φυλακήν, χωρίς να σου κάμω κανένα κακόν, και μάλιστα σε παρεκάλεσα τόσον διά να μου αφήσης την ζωήν, αλλά συ πάντοτε ισχυρογνώμων και ανελεήμων ήθελες να με θανατώσης, τώρα και εγώ γίνομαι ανελεήμων προς εσένα· θέλω σε αφήσει κλεισμένον εις τούτο το αγγείον έως εις το τέλος των αιώνων, να μη έχης ποτέ σου ελευθερίαν· αυτή η εκδίκησις σου γίνεται από την κακήν σου γνώμην.