United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.

Κ' εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκέφαλόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκέφαλόν να το ίδη. Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κ' έκαμε τρία βήματα διά να πλησιάση εις την κλίνην.

Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε: — Η ζωή είσαι συ! Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής.

Ο Βράγγης ταραχθείς, έκθαμβος, ιλιγγιών, ανεσηκώθη επί της στρωμνής του, και ήτο έτοιμος να εφορμήση προς βοήθειαν. Αλλ' η κοιτίς εφ' ης ευρίσκετο, εχωρίζετο από του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος, διά πλατείας χαράδρας, και όπως φθάση εκείσε ο Βράγγης, ώφειλε να περιγράψη ευρύν κύκλον. Ανωρθώθη και έσπευσεν, ίνα φθάση εγκαίρως, αλλ' εις μάτην.

Ο Τρέκλας ήτο εξηπλωμένος περαιτέρω επί χθαμαλωτέρου εδάφους, απέχοντος περί τα εκατόν βήματα από του μέρους ένθα απέθηκε τα εργαλεία του ο άνθρωπος. Ήκουσε τον θρουν, είδε την σκιάν του ξένου, και αυτομάτως ανεσηκώθη. — Ποίος είνε; είπεν. Αλλά παραχρήμα εμαζεύθη πάλιν υπό την κάπαν του και εμουρμούρισεν·Αν είνε κλέφτης, τόσο χειρότερα! Τι με μέλει εμέ να ανακατωθώ; Δεν σου τα έλεγα, Χόμο;

Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε. Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δύο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε·Πώς πάει, μάνα;

Κατ' αρχάς ουδεμία απάντησις· έπειτα μία φωνή, την οποίαν ο Βινίκιος ανεγνώρισεν, είπε: — Είναι έξω της Νομεντιανής Πύλης, ανεχώρησε διά το Οστριανόν . . . Ειρήνη σοι, βασιλεύ των Περσών. Ο Βινίκιος ανεσηκώθη, έπειτα επανεκάθησεν, εκπλαγείς ιδών τον Χίλωνα, όστις τω είπε: Η οικία σου, δέσποτα, ίσως είνε αποτεφρωμένη, αλλά συ θα είσαι πάντοτε πλούσιος, ως Κροίσος. Οποία συμφορά.

Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις εξυπνήσας, έτριψε τους οφθαλμούς, και δεν ανεσηκώθη, αλλ' εσήκωσε τον πόδα διά να ιδή αν εφόρει τα τσαρούχια τα οποία ωνειρεύετο. Ο γέρο-Λευθέρης ο Κουσερής εξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης, και ήρχισε να τραγουδή το προσφιλές ούτω άσμα : Σ' ένα δενδρί ακούμβησα, κι' εκείνο εμαράθη . . .

Έως εδώ είχε φθάσει εις την αφελή διδαχήν του ο γέρο-Πέτρος. Αίφνης την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γεωργάκης ανεσκίρτησεν, ανεσηκώθη αποτόμως, κ' ήρπασε την χονδρήν ράβδον, αγριελαιίνην ράβδον του γέροντος μοναχού. Ο γέρο-Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν, και τον είδεν έντρομος. Είχον εξογκωθή βλοσυρά τα όμματά του, αι τρίχες της κεφαλής του εφρικίασαν, και αφήκεν αλλόκοτον φωνήν: — Τι ήρθες εδώ;

Η Μαχώ εξύπνησε, και ανεσηκώθη επί της μαλλίνης τσέργας, εφ' ης ήτο πλαγιασμένη, — Τι έχεις, παιδί μου, και δεν κοιμάσαι είπε. Δεν έχεις ύπνο; — Όχι, όχι . . . είπεν ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό. — Πού τον άκουσες; — Εδώ έξω. — Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε . . . Έχει ένα σωρό πετεινάρια . . . θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου το σφάξω την Κυριακή . . . — Ακούς εκεί; Μακάρι . . .