Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ενταύθα ο Χόμο μετέβαλλε τον συνήθη αυτώ γρυσμόν επί το βαθυφωνότερον, από &Γαυ& εις &Γωύ&. Τότε ο Τρέκλας ήρπαζε λεπτήν ράβδον και έτυπτε τον Χόμο. Ο Χόμο εξέπεμπεν ωρυγμόν, και μετά την πρώτην πληγήν απεμακρύνετο. Το ευτύχημα ήτο ότι ο Τρέκλας και εβαρύνετο να τον καταδιώκη και δεν ίσχυε με τους στρεβλούς πόδας του να τον φθάση.

Όσον ασύστατοι και αν ήσαν αι επαγγελίαι του Τρέκλα, ας ο Μάχτος εξεβίασε παρ' αυτού, ουχ ήττον κατώρθωσεν ο δίπους σύντροφος του Χόμο να τύχη πληροφοριών τινων περί της Αϊμάς και περί του κελλίου εν ώ ευρίσκετο εγκαθειργμένη αύτη.

Γουβ! το επιφώνημα τούτο εξέφραζεν ίσως απορίαν, πού τα εύρεν ο Τρέκλας τόσα αγαθά αισθήματα. Βεβαίως θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην θα έκαμνε τοιαύτην θυσίαν. — Πόσον ευχαριστούμαι, καλέ μου Χόμο, που σ' έχω συντροφιά. Του κυνός η μορφή εξέφραζεν έκπληξιν. — Είνε καλό να έχη κανείς ένα φίλον εις αυτόν τον κόσμο. Και εμέ τα βάσανά μου είνε πολλά. Ο κύων δεν μετείχε πλέον του διαλόγου.

Ο Χόμο παρηκολούθει εκβάλλων σφοδρούς γαυγισμούς. — Ποίος είσαι; είπεν ο ξένος, αφού μετ' ολίγους διασκελισμούς έφθασεν εις το λίκνον του Τρέκλα. Ούτος δε, μη έχων άλλο καταφύγιον, παρεκάλει ήδη την Αγίαν Περπέτουαν να κάμη το θαύμα της, και να τον αποκρύψη από των όψεων του ξένου. Εν τω μεταξύ υπεκρίνετο ότι ήτο νεκρός, και εγκορδυληθείς μέχρι της κορυφής συνείχε την αναπνοήν και έμενεν ακίνητος.

Συγχρόνως δε ηκούετο και η φωνή του Τρέκλα κράζοντος·Εδώ, Χόμο! Δεν ακούς; Ο ξένος δεν έβλεπεν άνθρωπον, αλλ' όμως το φοβερώτερον είνε ν' ακούης ανθρωπίνην φωνήν και άνθρωπον να μη βλέπης. Ητοιμάζετο ήδη να τραπή εις φυγήν, αφού έκρυψε τα εργαλεία του εις τον αυτόν θάμνον, οπόθεν τα είχε λάβει.

Δεν είμαι ζώον, καθώς ο Θευδάς. θα τον καταφέρω εγώ τον Γεμιστόν να πεταχθή εξω έξαφνα. Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Φτάνει να μην είνε κανείς κουτός, και πολλά γράμματα δεν χρειάζονται. Χόμο! Χόμο! έκραξε· κουτ, κουτ! Χόμο ήτο το όνομα του κυνός. Το ζώον τούτο, ακούσαν το όνομά του, έσπευσε προς τον καλούντα αυτό.

Ο Τρέκλας εμονολόγει. — Φαντάσου να σ' αφήση έξαφνα η γυναίκα σου, Χόμο. Το έπαθα εγώ αυτό. Μ' επαράτησεν η άπιστη. Και τι τα θέλεις, είνε άσχημο να σε παρατήση η γυναίκα σου. Ας λέγουν ότι θέλουν, μοναχός του δεν ειμπορεί να ζήση κανείς. Τραβά τον διάβολο του, Χόμο. Ξαλαφρόνω που σου τα λέγω, και είνε το καλό οπού έχω βεβαιότητα πως δεν θα πας να τα πης αλλού.

Δις ή τρις ήδη εν τοις προλαβούσι κεφαλαίοις ο Τρέκλας ηκούσθη παραπονούμενος ότι η σύζυγός του τον είχεν εγκαταλίπει. Το μυστικόν τούτο μόνον εις τον Χόμο ηδύνατο να εμπιστευθή. Αλλ' όμως εβάρυνε την καρδίαν του, και ήτο δι' αυτόν ως εφιάλτης.

Εμείς είμεθα αναγκασμένοι να κλειδομανταλόνωμε ταις πόρταις, και πάλι οι μουσαφεραίοι μας έρχονται απ' τα παράθυρα. Ο Χόμο εφαίνετο ότι ηκροάτο την παθητικήν ταύτην εξομολόγησιν, αλλά δεν ήτο διατεθειμένος να δώση απάντησιν. Άλλως δε δεν ηγάπα να συζητή περί ανέμων και υδάτων.

Αλλά καθ' ην στιγμήν ηγέρθη, και προεχώρησαν ομού δύο βήματα, σφοδραί υλακαί ηκούσθησαν, και μεγαλόσωμος κύων πηδήσας διά μέσου των θάμνων ήρπασε την άκραν της εσθήτος της Αϊμάς. Ο Σκούντας ησθάνθη τρόμον, και η Αϊμά εφοβήθη πολύ. Ο Χόμο είλκυσε σφοδρώς το άκρον της αισθήτος, και ανέτρεψε την Αϊμάν επί της χλόης.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν