United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βεβαίως όμως δεν εξετάζαμεν εκείνους εις τους οποίους αν επήγαινεν ο Μένων ήθελε γίνη χειρότερος· διότι αυτοί, αφού το θέλεις, ας είναι οι σοφισταί· αλλά εκείνους λέγε μας τόρα, και τον πατρικόν σου αυτόν φίλον ευεργέτησε, εις τους οποίους ειμπορεί να υπάγη εις τόσον μεγάλην πόλιν, ώστε διά την αρετήν, την οποίαν εγώ έλεγον, να γίνη αξιόλογος. Άνυτος Πώς συ δεν του το είπες;

Τα ολίγα χρήματα όσα είχεν εκ της εργασίας του, τα είχεν εξαντλήσει εις τρόφιμα. Ο ημεροκαματιστής δεν ειμπορεί ποτέ όσον και αν θέλη να έχη και απόθεμα· 'μεροδούλι, 'μεροφάι. Δύο τρεις κτηματίαι εις τους οποίους είχεν εργασθή προ μηνός και οίτινες του εχρεώστουν ακόμη τα ημεροδούλια του, απέπεμψαν βαναύσως την γραίαν γείτονά του την οποίαν έστειλε να τα ζητήση.

Ο Τρέκλας εμονολόγει. — Φαντάσου να σ' αφήση έξαφνα η γυναίκα σου, Χόμο. Το έπαθα εγώ αυτό. Μ' επαράτησεν η άπιστη. Και τι τα θέλεις, είνε άσχημο να σε παρατήση η γυναίκα σου. Ας λέγουν ότι θέλουν, μοναχός του δεν ειμπορεί να ζήση κανείς. Τραβά τον διάβολο του, Χόμο. Ξαλαφρόνω που σου τα λέγω, και είνε το καλό οπού έχω βεβαιότητα πως δεν θα πας να τα πης αλλού.

Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα. — Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού. — Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα. — Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη; — Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει. — Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη.

Ησύχασε, και ειπέ μου, ποίον ζητείς; τον ηρώτησε. — Την Αϊμάν, την αδελφήν μου, είπε μετά πάθους ο Μάχτος. — Την αδελφήν σου; εκείνη η νέα είνε αδελφή σου; — Ω, ναι. — Και διατί σου την επήραν; Δεν μου λες; — Ειξεύρω κ' εγώ; Αυτό ήθελα να σ' ερωτήσω. — Και πού θα την φέρουν; — Δεν ειξεύρω. — Κλαίεις βλέπω. Είσαι δυστυχής; — Πολύ δυστυχής. — Ειμπορεί κανείς να κλαίη τόσον;...

Περιμένεις εδώ, να υπάγω αντικρύ να αγοράσω ψωμί; — Περιμένω, είπεν η Αϊμά. Εις τον Πρωτόγυφτον επήλθεν η ιδέα ότι η Αϊμά ηδύνατο ευκόλως να φύγη, αν την άφηνε μόνην. Μεταμεληθείς λοιπόν είπε·Ειμπορεί να φοβήσαι να σ' αφήσω μοναχήν. Καλλίτερα να έλθης μαζή μου. Αυτοί οι χωριάταις δεν μας γνωρίζουν. Πάμε μαζή; — Πάμε, είπε μετ' αδιαφορίας η Αϊμά.

Την πολλή σου εξυπνάδα εις ενέργειαν να βάλης Κι' ασπροπρόσωπον το έθνος των ελλήνων συ να βγάλης· Και εάν κανείς θελήση να σου κάμη τον τεχνίτη, Δίχως καν στιγμή να χάσης, ευθύς έμπα του στη μύτη, Για να δείξης πως ο έλλην, όταν θέλη, ειμπορεί Να τα βάλη με τον Βίσμαρκ και με τον Σαλισβουρύ.

Η Ανθούλα ετήρησε την υπόσχεσίν της· έγινε τόσον επιμελής, ώστε η διδασκάλισσα της εθαύμαζε διά την μεταβολήν και την έφερεν εις τας άλλας μαθητρίας ως παράδειγμα του τι ειμπορεί να κατορθώση μία κόρη, εάν πραγματικώς το θελήση! Περίεργον!

Μένων Βεβαίως. Σωκράτης Τι λοιπόν; θέλουν ούτοι να παρέχουν εαυτούς διδασκάλους διά τους νέους και ομολογούν ότι είναι διδάσκαλοι ή δύναται να διδαχθή η αρετή; Μένων Όχι μα τον Δία, Σωκράτη, αλλ' άλλοτε μεν ειμπορείς να τους ακούσης ότι ειμπορεί να διδαχθή άλλοτε δε ουχί. Σωκράτης Μα θα ειπούμεν ότι αυτοί είναι διδάσκαλοι του πράγματος αυτού, το οποίον ουδέ μεταξύ των ομολογείται;

Τι άλλο θέλεις να είνε; απήντησεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ να καταλάβω απ' αυτά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Και ποίος ειμπορεί να καταλάβη; — Είνε άλλοι οπού καταλαβαίνουν. — Δεν βαρύνεσαι! — Λοιπόν ουδέ συ δεν ειξεύρεις τίποτε; — Τι ειμπορώ να ειξεύρω; — Αφού είσαι μέσα. — Πού μέσα; — Μέσα στα πράγματα. — Ε, απ' έξω απ' έξω. — Πώς απ' έξω; — Δεν ειξεύρω τα μυστικά. — Διατί; — Δεν μ' εμβάζουν μέσα.