Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Κρίμα σ' αυτά τα γένεια σου που ανώφελα τα φέρνεις! Άκουσε και τι τραγουδούν στο θείο Λιτυέρση. Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο. Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες και πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι. Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση. Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν.

Ο Δημήτρης δεν ητένιζε κατά πρόσωπον κανένα εξ όσων απήντα εμπρός του, φοβούμενος μη δειλιάση και οπισθοδρομήση άπρακτος. — Πού είνε ο αφέντης; ηρώτησε τον υπηρέτην, μόλις έφθασεν. — Δεν είν' εδώ· πάρε το 'μεροδούλι σου και φύγε απήντησεν ούτος, αποθέτων επί του πάγκου τεσσαράδραχμον κύλινδρον δεκαρών. — Δεν ήρθα, παιδί μου, για το μεροδούλι· είπεν ο Δημήτρης δειλώς· τον αφέντη θέλω.

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.

Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;

Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;

Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσης και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρη. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τάκλεψα· το μεροδούλι μου είνε. — Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη. — Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη.

Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά, ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης.

Τα ολίγα χρήματα όσα είχεν εκ της εργασίας του, τα είχεν εξαντλήσει εις τρόφιμα. Ο ημεροκαματιστής δεν ειμπορεί ποτέ όσον και αν θέλη να έχη και απόθεμα· 'μεροδούλι, 'μεροφάι. Δύο τρεις κτηματίαι εις τους οποίους είχεν εργασθή προ μηνός και οίτινες του εχρεώστουν ακόμη τα ημεροδούλια του, απέπεμψαν βαναύσως την γραίαν γείτονά του την οποίαν έστειλε να τα ζητήση.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν