United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ολίγα χρήματα όσα είχεν εκ της εργασίας του, τα είχεν εξαντλήσει εις τρόφιμα. Ο ημεροκαματιστής δεν ειμπορεί ποτέ όσον και αν θέλη να έχη και απόθεμα· 'μεροδούλι, 'μεροφάι. Δύο τρεις κτηματίαι εις τους οποίους είχεν εργασθή προ μηνός και οίτινες του εχρεώστουν ακόμη τα ημεροδούλια του, απέπεμψαν βαναύσως την γραίαν γείτονά του την οποίαν έστειλε να τα ζητήση.

Τότε εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε πέσει.

Νιρβάνας «το μέλλον θ' ασχοληθή περισσότερον και δικαιότερον από το παρόν». Εδώρησα εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην οκτώ τετράδια άτινα εχρησίμευσαν ιδίως διά τα «Είδωλα», περιέσωσα δε και πέντε ή έξη άλλα. Εις φίλον συγχαίροντα επί τη εξαντλήσει της α' εκδόσεως των «Ειδώλων», απήντησεν ότι κατά το αυτό χρονικόν διάστημα είχον εξαντληθή εννέα εκδόσεις γνωστής «Μαγειρικής».

Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν.

«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν», λέγει ο Λουκάς, «ο διάβολος απέστη απ' αυτού», αν και ουχί οριστικώς, αλλά «άχρι καιρού», ή απλούστερον, μέχρις ου παρουσιασθή και πάλιν η κατάλληλος ευκαιρία. Μάτην είχεν εξαντλήσει όλους τους πειρασμούς του, πειρασμούς σαρκός, πειρασμούς οφθαλμού, πειρασμούς υπερηφανείας. Εν τέλει «απέστη απ' αυτού».

Τον καιρό της έλλειψης, λίγες εβδομάδες δηλαδή πριν το θερισμό του κριθαριού, ο κόσμος, έχοντας εξαντλήσει και τα αποθέματα σιταριού, προσφεύγει στην τοκογλυφία, η γριά Ποτόι πήγαινε τότε να μαζέψει βδέλλες. Το αγαπημένο της μέρος ήταν ένας κολπίσκος που σχημάτιζε το ποτάμι κάτω από το Λόφο των Περιστεριών κοντά στο κτηματάκι των Πιντόρ.

Οι Τούρκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παραδοθώσιν, αλλ' αν και ούτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμεφόδιά των, δεν παρεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κραυγαί των παραδοθέντων εις την τραπεζαρίαν τους είχον ειδοποίησει περί της τύχης ήτις τους ανέμενε. — Θα πάρετε πρώτα τις τελευταίες μας σφαίρες και έπειτα τα τουφέκια μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος έκ τινος κελλίου.

Φράγκοι, και τι θέλεις να είνε; — Αλλά πώς οι φράγκοι κατατρέχουν τους φράγκους; — Δεν κατατρέχουν τους φράγκους, αλλά ταις φράγκισσαις. Ο Θευδάς ηναγκάσθη να πεισθή, μη έχων άλλο επιχείρημα να προτείνη. Επί δυο ώρας συνομιλών με τον Τρέκλαν είχεν εξαντλήσει πάσαν την προμήθειαν αυτού. Εν τούτοις τελευταίος τις δισταγμός τω απέμεινε. — Αλήθεια, εις την ψυχή σου μου τα λες αυτά; είπε.