United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. — Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και δυστυχία εις αυτούς! — Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή.

Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς, διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν. Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της.

Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών, εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού.

Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς. — Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί της Λιγείας. — Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων.

Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν: — Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία; — Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.

Καίτοι από το συμβάν της περιχύσεως οίνου, το όνομα της Λιγείας δεν επροφέρθη ποτέ από αυτήν, ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να την αποβάλη από τον νουν του. Πάντοτε αυτήν εσυλλογίζετο. Εις την πρώτην σκηνήν ζηλοτυπίας την οποίαν του έκαμεν η Χρυσόθεμις, εξ αφορμής δύο νεανίδων της Συρίας, τας οποίας είχεν αγοράση, την εξεδίωξεν ανευλαβώς. Ο τρόπος της ζωής του δεν ήλλαξεν εκ τούτου.

Ήσαν σχιστοί, ως οι ευμορφότεροι οφθαλμοί δορκάδος, εν στιγμαίς δε εξαιρετικής ζωηρότητος της Λιγείας, το γνώρισμά των τούτο με εξέπληττε παραδόξως, και παρίστατο αύτη τότε εν τη εξημμένη φαντασία μου ως η ακτινοβόλος Ουρί των Μωαμεθανών.

Τότε εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε πέσει.

Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου, μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ αιτίας σου. — Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν. Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα. — Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!

Ό,τι όμως ενθυμούμαι καθαρώτατα είναι η εικών της Λιγείας μου· ήτο υψηλή το ανάστημα και λεπτοφυής, κατά δε τας τελευταίας ημέρας του βίου της είχε καταστή κάτισχνος, το βάδισμά της ήτον ήρεμον και μεγαλοπρεπές και περιεπάτει ελαφρά, ως σκιά, οσάκις δε εισήρχετο εντός του σπουδαστηρίου μου την ηννόουν μόνον εκ της επιθέσεως της χιονώδους χειρός της επί του ώμου μου.