United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είν' ο βίος άλλο παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος οπού πηγαινοέρχεται μιαν ώραντην σκηνήν του, και πλέον δεν ακούεται, είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός, βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα! ΜΑΚΒΕΘ Η γλώσσα σου εσένα κάτι γυρεύει να ειπή. Είπε μου το αμέσως! ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αυθέντα, ήθελα να 'πώ το πράγμα οπού είδα, αλλ' όμως πώς να σου το 'πώ δεν 'ξεύρω.

Θα ήμουν χωρίς άλλο πολύ επιλήσμων, Αγάθων, είπεν ο Σωκράτης, εάν, αφού είδα το θάρρος και την γενναιότητα με την οποίαν ανέβης εις την σκηνήν μαζή με τους υποκριτάς και προσέβλεψες κατά πρόσωπον τόσον πολυάριθμον ακροατήριον, ενώπιον του οποίου έμελλε να παρασταθή το έργον σου, χωρίς να ταραχθή διόλου, ενόμιζα τόρα ότι θα τα χάσης εμπρός εις ημάς τους ολίγους.

Μετά την πρώτην έξαψιν και κίνησιν επέρχεται στάσις εντελής και αδράνεια. Μετά τον φόνον του Δώγκαν, ουδεμίαν είτε πρωτοβουλίαν είτε μετοχήν λαμβάνει η Λαίδη Μάκβεθ διά τα μετέπειτα κακουργήματα, ουδέ παρουσιάζεται σχεδόν, εκτός κατά την περιβόητον σκηνήν της υπνοβασίας, οπότε φαίνεται η πλήρης του οργανισμού αυτής κατάπτωσις.

Ο μύθος πλέκεται περί δύο πολίτας Αθηναίους, ερχομένους προς τα πτηνά, διά να ιδρύσουν εκεί νέαν πολιτείαν Δρ. 3. — Οι Βάτραχοι είναι φιλολογικού θέματος κωμωδία, όπου γελοιοποιούνται πολλοί των ποιητών και σατυρίζεται η κατάπτωσις της τέχνης. Ο Ευριπίδης και ο Αισχύλος εισάγονται εις την σκηνήν, ανακηρύσσεται δε ο δεύτερος ύπατος τραγικός.

Εις άλλον παχύν και πολύσαρκον, ο οποίος επεχείρει να κάμη μεγάλα πηδήματα, εφώναξαν• Σε παρακαλούμεν μη μας χαλάσης την σκηνήν. Εξ εναντίας εις άλλον καθ' υπερβολήν ισχνόν εφώναξαν «Περαστικά», ως να ήτο άρρωστος.

Επιστρέψας ο Πέτρος εις την οικίαν του, διηγήθη εις την μητέρα και τον πατέρα του την κατανυκτικήν σκηνήν της καλύβης, την αγαθότητα της πτωχής γυναικός, τας εγκαρδίους ευχάς και ευλογίας της, τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης της, και την ζωηράν χαράν των πειναλέων τέκνων της, ότε είδον τον Κώσταν φέροντα το ψωμίον.

Καθίσματα μόνον ξύλινα τριγύρω και τραπέζια με ποτήρια ζύθου, ναργιλέδες πού και πού αναδίδοντες τας κυανωπάς των έλικας διά του αραιού φυλλώματος των ολίγων περισωθέντων δένδρων, και σανίδωμά τι, απομιμούμενον δήθεν σκηνήν, και μεταφερόμενον εδώ και εκεί κατά τας εκάστοτε ανάγκας και συμφωνίας του ιδιοκτήτου.

Και ως να εισήκουσαν οι θεοί τας ευχάς των Θηβαίων γερόντων, βλέπομεν την Ιοκάστην εξερχομένην εις την σκηνήν να λέγη ότι ο Οιδίπους είναι περίφοβος και καταλυπημένος. Και ωσάν μετανοούσα δι’ όσα είπε προηγουμένως, έρχεται ικέτις εις τον βωμόν του Απόλλωνος, εκεί σιμά ευρισκόμενον.

Και ενθυμούμαι μίαν κωμικωτάτην σκηνήν, καθ' ην, γνωστήν προξενήτριαν, τολμήσασαν να του ειπή ότι δεν επείραζε δα αν υπανδρεύετο προ της αδελφής, ο Αντωνέλλος την εκυνήγησε με το ραβδί, στ' αστεία, εννοείται, διότι δεν ήτο ικανός να κτυπήση· εκείνη δε, από φόβον, όταν τον έβλεπε έπαιρνε άλλον δρόμον.

Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, καιτα καράβια πήγαν Τον ηύραντο καράβι του σιμά καιτην σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.