United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου.

Ανέτεινεν επάνω της θαλάσσης εις ύφος έμπληκτον, πλήρες ιλίγγου και σκοτοδίνης, και ήτο ποτε καλιά πλήρης ψυχών και φωνών, και τώρα ήτο έρημος πλήρης ερειπίων. Και δύο μεγάλοι αιγιαλοί ένθεν και ένθεν, απλώνονται, κάτω, εις τα θεμέλια δύο φοβερών κρημνών.

Εν γένει δε η μελέτη αύτη είναι πλήρης ακριβεστάτων παρατηρήσεων, καίτοι δυνατόν είναι να αμφισβητήση τις τινάς αυτών, λ.χ. την μετά του ύπνου στενήν και αχώριστον σχέσιν της θρέψεως. * Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά.

Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά πορφυρών σπαργάνων. Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν. — Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα. — Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην.

Ετρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον. Η γραία άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι' άρχισε να τους ικετεύη. — Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τονε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!

Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση. — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου. — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; — Το ηξεύρεις, αυθέντα.

Ήτο η πόλις των προγόνων του, μία πόλις ιερά, πλήρης ωραίων και ηρωικών αναμνήσεων, θα ηδύνατο ευκόλως να εξοικονομή τα προς το ζην, εξασκών το επάγγελμά του. Είνε αληθές ότι ο Ανατολίτης σπανίως εγκαταλείπει την εστίαν του, αλλ' όταν αναγκασθή υπό των περιστάσεων να πράξη τούτο, εγκαθίσταται ευκόλως οπουδήποτε αλλού.

Ούτε των ωραίων αιθουσών η πλήρης καλαισθησίας διακόσμησις, ούτε η χάρις των κυριών και των εσθήτων αυτών ο πλούτος, ούτε η περί πάντα τάξις και ευρυθμία, αίτινες εμαρτύρουν ότι τοιούτου είδους υποδοχαί ουδέν ήσαν το ασύνηθες διά τους οικοδεσπότας, ούτε το ωραίου διπλούν δείπνον και το πρωτοφανές διπλούν cotillon ήσαν τα κύρια θέλγητρα της μοναδικής εκείνης συναναστροφής.

Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Οι μαστόροι, καθώς και οι πολλοί επισκέπται, οι περιπατηταί της εσπέρας, οίτινες ήρχοντο να συγκοπιάζωσι και αυτοί με το βλέμμα εις τους ιδρώτας των άλλων κ' ενίοτε να τους χασομερώσι με τας ακαίρους ερωτήσεις των, διασκελίσαντες τα παντού εσκορπισμένα ανά το ναυπηγείον &βουβά&, δοκούς και στραβόξυλα, συνήχθησαν όλοι εν συγκεχυμένω βόμβω περί την μικράν καλύβην του πλοιάρχου, ήτις ήτο πλήρης τάκων και τεμαχίων ξύλων και σπειρίδων με εργαλεία καί τινων ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων, διά να πίωσιν όλοι το &τσίπουρο& από μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, με το αυτό ποτήριον όλοι.