United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι συγχρόνως εισήρχετο εις του κυρ-Στρατή την τραπεζαρίαν ο εφημέριος του νεκροταφείου, κρατών φανάριον εις την μίαν χείρα και χιλιάρικην εις την άλλην. — Σας ανεκάλυψα τέλος πάντων! Έτσι κρυφά λοιπόν; Έτριβα επί ώραν τους οφθαλμούς μου.

Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε. Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.

Δόξα σοι ο Θεός, που τα καταλάβαμε, τέλος πάντων! είπεν ο ναύκληρος αποθέτων την χιλιάρικην με προσοχήν επί της τραπέζης, ακτινοβολούσαν εκεί ιριδόχροα ακτινοβολήματα, υπό το φως της εν μέσω του πρωραίου κρεμαμένης λυχνίας. — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; . . .

Και ο μπάρμπα-Κωσταντής ο Ξέσουρος, θείος της νύμφης, κρατών διά της αριστεράς ακουμβημένην επί του γόνατος του μεγάλην χιλιάρικην και διά της δεξιάς μικρόν πενηντάρικον ποτήριον, εκέρνα τους καλεσμένους προσφέρων φιλοφρόνως έν ποτήριον εις τον πρώτον γείτονά του προς τα δεξιά, είτα πίνων μετριοφρόνως και αυτός έν, είτα κερνών έν τον πρώτον γείτονά του προς τα αριστερά, υποφέρων και αυτός έν, διά να διπλοχαιρετήση· είτα μεταβιβάζων έν ποτήριον εις τον δεύτερον προς τα δεξιά γείτονά του, ροφών και αυτός έν διά ν' αποδώση τον χαιρετισμόν, και ούτω καθεξής.

Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.

Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και ημιδακρύοντας τους οφθαλμούςεκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;