United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αγρυπνεί ούτως ολονυκτής, καπνίζων την μεγάλην αυτού π ί π α ν, και στενάζων ενίοτε στεναγμούς βαθέως συγκινούντας τους γείτονάς του. Την νύκτα εκείνην η σοβαρά αυτού μορφή ήτο κατ' εξαίρεσιν συννεφωμένη. Ήτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαίος τις γείτων, ο λόφος του Παυσιλύπου, είχε την θρασύτητα να τα βάλη με τον υπερήφανον γίγαντα, να μετρηθή προς τον αετόν ως αντεραστής.

Εκάθητο, καπνίζων πάντοτε το τσιμπούκι του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ' ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά, μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα, λάμποντα εις τον ήλιον, μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν, έκαμνον βόλταις, έξω από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά τριτώνων.

Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκεταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα; Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν. Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων του. Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.

Ο τελωνοφύλαξ έγρυξεν απολύσας από του στόματός του βραχνήν βλασφημίαν, εννοήσας πλέον περί τινος επρόκειτο και τι ην το ελαφρόν εκείνο φορτίον. — Τουλάχιστον να μη ξεχνάμε την τέχνην είπε, και ανέβη εις τον βράχον, όπου είχον συναχθή περίεργοι τινες νησιώται, αμερίμνως καπνίζων το σιγάρον του ως να μη είδε τίποτε.

Ταύτα εσκεπτόμην χλιαράν τινα εσπέραν της Τεσσαρακοστής, καπνίζων μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους μεμψίμοιρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον διά τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας.

Ενόμιζα ότι θα την διασκεδάσω καπνίζων, αλλά δεν αντικαθιστά ο καπνός το νερόν. Με ηύφρανεν η προσδοκία ότι θα δροσισθώ κάτω εκεί υπό τα δένδρα, προς τα οποία επλησιάζομεν. Άνωθεν έβλεπα ολόκληρον το σώμα μας καταβαίνον οφιοειδώς προς τον αιγιαλόν. Οι πρώτοι των προπορευομένων προσήγγιζον εις την στενήν επίπεδον κοιλάδα. Ολίγα έτι λεπτά και θα είμεθα και ημείς υπό την σκιάν των δένδρων.

Σημείωσε και αυτόν ως δεύτερον ευφυά μετημφιεσμένον, και ας προχωρήσωμεν προς την οδόν Σ τ α δ ί ο υ. Τι είνε αυτοί; Φουστανελλοφόροι αρειμανείς, πάλλοντες τα κυρτά των ξίφη, στρήφοντες τον μύστακά των, και περικυκλούντες εν αλαλαγμώ τον αρχηγόν αυτών, όστις ιππεύων σοβαρώτατον όνον και ανέτως επί μαλακών προσκεφαλαίων αναπαυόμενος, αρκείται καπνίζων την καπνοσύριγγά του εν πλήρει ψυχική γαλήνη.

Εκάμαμε μαζύ τρία χρόνια φυλακή. — Αβδέρ-Γεζίτ! — Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν. — Αβα-ήλ-Μουλεύ! — Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή, μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου.