United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο ασθμαίνων και περιπόρφυρος.

Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς. — Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη. — Πού, πατέρα; Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς. Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων, ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον.

Εντός ολίγων δευτερολέπτων ο Μανώλης κατεβλήθη, αφωπλίσθη και ησθάνθη επί του στήθους του το γόνυ του Σμυρνιού και την κόψιν του πασαλή του εις τον λαιμόν του. — Να σε μάθω 'γώ εδά πώς σκοτώνουνε; του έλεγεν ασθμαίνων ο Γιαννάκος. — Ό,τι θες κάμε, απήντησεν ο Μανώλης με πλήρη αποκαρτέρησιν.

Κατά την νεκρώσιμον ταύτην περιοδείαν, οσάκις ο Λαμπέτης, ασθμαίνων, κεκμηκώς, ανεπαύετο παρά ταις πηγαίς υπό την σκιάν των δένδρων, ετοποθέτει απέναντι αυτού την τάλαιναν κεφαλήν, και αφού την περιέβρεχε διά των δακρύων του, εδιχοτόμει τον επιούσιον αυτού άρτον, και απένεμεν εις τον νεκρόν το σιτηρέσιον, εδρόσιζε τα άφωνα χείλη διά καθαρού ύδατος, την κατέθετε πάλιν εντός του σάκκου και εβάδιζεν.

Ήτο ο τρίτος κληρωθείς και εκέρδιζε πεντήκοντα πέντε χιλιάδας φιορίνια, υπέρ τας τριακοσίας χιλιάδας συριανάς δραχμάς! Έτρεξα ασθμαίνων ν' αναγγείλω την καλήν είδησιν εις την Χριστίναν, η οποία έλειπεν ευτυχώς εις επισκέψεις.

Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίαςεις την ερώτησιν της συζύγου του: — «Πόσας;» — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.

Ενώπιόν του ευρίσκετο ο δάσκαλος, ο φοβερός καλόγερος, αμετάβλητος, με την διαφοράν ότι τώρα προσήρχετο μειδιών να τον χαιρετήση. Ο Μανώλης, τον οποίον μία ορμή αλόγιστος ώθει εις φυγήν, ανεφώνησεν ασθμαίνων, ως να είχε διατρέξει λεύγας: — Φύγε! μη μου σιμώνης!

Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.

Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε. Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε. Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του, είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν τουήξευρεν ότι έκαμνον καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.

Εις έν σταυροδρόμιον όπου έφθασα, επήρα του δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξε ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ' εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.