United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προς τι λ.χ. να κοπιάση τις όπως γείνη Ελληνιστής, κινδυνεύων ν' αποθάνη της πείνης, εν' ω γινόμενος κουμουνδουριστής, δύναται ν' απολαύση τον επιούσιον άρτον και έδραν εν τω ΠανεπιστημίωΑναπληρώσατε το πρώτον μέρος του επιθέτου κουμουνδουριστής, δι' οιουδήποτε ισχυρού της ημέρας και θα έχετε την εξήγησιν της πνευματικής αθλιότητος, ήτις μας περιβάλλει από πεντήκοντα ετών.

Οι δε κλίνοντες να θεωρήσωσιν υπερβολικήν την αγάπην μου προς τα ομαλά επίπεδα, τα σύννεφα, τα νερομαζώματα, την πάχνην και την υγρασίαν, είνε ελεύθεροι να με παρομοιάσωσι με τους αχαρίστους εκείνους Εβραίους, οίτινες, αηδιάσαντες το επιούσιον μάννα και τα καθημερινά ορτύκια, κατήντησαν ν' αναζητώσι τα πράσα και τα σκόρδα της Αιγύπτου.

Τίποτε απ' όλ' αυτά. Είνε απλούστατα η μουσική πρόσκλησις του αρτοπώλου της οικίας. Ο οιονεί από θριαμβικού δίφρου και δίκην γηίνου τοποτηρητού της θείας προνοίας περιφέρων εις των πελατών του τους οίκους τον επιούσιον αυτών άρτον εσταμάτησε προ της θύρας σας τον ταχύν τριποδισμόν του ασθματικού του ιππαρίου, και φυσά φυσίγναθος την ορειχαλκίνην του βυκάνην.

Να μου δώσης πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κ' ένα τραπεζάκι σ' ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον». — Πρώτα να περιορίσης τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ' έφαγε... Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τωόντι. Και καλός τεχνίτης!

Υπέθεσα τότε και υποθέτω ακόμη εν τω εγωισμώ μου, ότι θα σ' ενδιέφερε να γνωρίζης, αν ο λάρυγξ της φίλης σου είνε υγρός ή ξηρός, και αν υπάρχει ελπίς να εξασφαλισθή τουλάχιστον εν τω μέλλοντι το επιούσιον ύδωρ εις τους κατοίκους της πόλεως, εις την οποίαν θα σταματήση επί τέλους μίαν ημέραν και το πολυπλάνητον βήμα σου.

Αλλ' η Μεδινά επιμελητική, κατά την παραγγελίαν της αδελφής της, προς την αυγήν την εξυπνά διά να της διηγηθή την ιστορίαν του δευτέρου γέροντος· όθεν η Χαλιμά με το θέλημα του βασιλέως άρχισε την διήγησιν ως εξής : Ω αρχηγέ και ηγεμών των εναερίων πνευμάτων, λέγει ο γέρων προς το Τελώνιον· ήξευρε, ότι εγώ και αυτά τα δύο σκυλλιά είμεθα τρία αδέλφια, και πώς άκουσον· Μετά τον θάνατον του πατρός μας κατά την διαθήκην του εμοιράσαμεν την πατρικήν μας περιουσίαν, και έτυχαν του καθενός από χίλια φλωριά· εγώ έχων εργαστήριον εις την πατρίδα μου και μεταχειριζόμενος την συνηθισμένην πραγματείαν του πατρός μου εις ολίγον καιρόν εξαπλασίασα το μερίδιόν μου· οι άλλοι δύο αδελφοί μου, ψωνίσαντες πραγματείας δι άλλους τόπους, ηθέλησαν να ταξειδεύσουν, με ελπίδα να κερδίσουν περισσότερα, αλλ' η εναντία των τύχη τούς κατήντησεν εις άκραν δυστυχίαν και μετά τρεις χρόνους εγύρισαν εις την πατρίδα πάμπτωχοι και ζητούντες ελεημοσύνην διά τον επιούσιον άρτον.

Όσοι προσέφυγον εις Ρωσσίαν ή Ιταλίαν ή αλλαχού, εντός κοινωνιών ευπορουσών, δεν είχον ν' αντιπαλαίσωσι προς ομοίας δυσκολίας, όπως διά του ιδρώτος κερδίζωσι τον επιούσιον άρτον. Αλλ' εις την Ελλάδα, οποίαν ηδύνατο να έχη ο κόπος αξίαν, ότε πάντες ήσαν πένητες και πειναλέοι; Και όμως εζήσαμεν!