United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ήλθαμεν από τον Βόσπορον, σου έφερα κρομμύδια της Κύπρου και παστόψαρα, πέντε σαπέρδες και τέσσερης πέρκες. Δε θυμάσαι; Σου έφερα ακόμη οκτώ παξιμάδια ναυτικά κι' ένα καλάθι και σύκα από την Καρύαν και αργότερα σανδάλια επίχρυσα από τα Πάταρα, αχάριστη, θυμούμαι ότι σου έφερα μια φορά κι' ένα μεγάλο τυρί από το Γύθειο. ΜΥΡΤ. Πέντε δραχμές ίσως αξίζουν όλα αυτά.

Αμ' τι λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. — Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας, και λέγω να είχα ένα χέρι απ' εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα.

Θυμούμαι τότες που φιλονικούσανε αλάκαιρο μήνα στο Παρίσι, ποιο είναι το καλήτερο, το πρώτο ή το δέφτερο. Έβρισκαν το πρώτο πως είχε πιο πολύ πάθος, το δέφτεοο πως είτανε ίσως πιο βαθιά ψυχολογημένο.

Γενικός Διοικητής της Κρήτης ήτο τότε ο Γιωργάκης πασάς Βέροβιτς, Αλβανός, που προηγουμένως είχε χρηματίσει Μουτεσαρίφης ή διοικητής του νομού μας. Πήγα να τον επισκεφθώ στο σεράγιο των Χανιών κιόταν άκουσε ποιος ήμουν, είπε με την αλβανική του προφορά: — Ώστε είσαι από τη Β.; — Μάλιστα. — Και με θυμάσαι μένα; Ήρθα στο χωριό σας. Θάνε είκοσι χρόνοι και πάνω. — Σας θυμούμαι πολύ καλά, εξοχώτατε.

Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος. Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι.

— Ε, τότε θα είπες κάτι άλλο. Έγυρε πάλι κάτω. — Δε θυμούμαι. Ξέρω μόνο πως θέλω να συλλογίζουμαι όπως και συ, να πιστεύω ό,τι και συ. Γιατί κανείς δεν είναι σαν εσέ, κανείς στον κόσμο. Σε τέτοια λόγια δεν μπορεί ναπαντήση κανένας άντρας. Δε χρειάζεται να ταποκρούση, γιατί δεν είναι σα θυμίαμα στη ματαιοδοξία.

Θυμούμαι κάποτε, που ζητούσε από τον πατέρα μου να τον βάλη σε καμμιά επιστασία, ο πατέρας μου του είπε: — Είχες τέχνη στα χέρια σου και την άφησες. Και τώρα ζητάς επιστασίες. Να κυττάξης να ξαναπιάσης την τέχνη σου. — Αυτό θέλω κ' εγώ, είπε. Μα έχω ανάγκη από έξοδα κύριε Κωνσταντίνε.

Τα αγάλματα είνε κάτι μούτρα, κάτι φιγούραις πέτριναις, οπού παριστούν τους αρχαίους θεούς, τον Δία, τον Απόλλωνα, και τους άλλους δεν τους θυμούμαι. — Λοιπόν, έχει τέτοια ο αφέντης σου και τα προσκυνεί; — Σου το είπα. Και όχι μόνον τα προσκυνεί, αλλά τελεί και μυστήρια. — Τι μυστήρια;

Όταν ακούτε και σας μιλώ με τέτοιο τρόπο, μήτε σας κολακέβω, μήτε φαίνουμαι αχάριστος για τη Γαλλία που μ' έκαμε παιδί της. Έγινε πατρίδα μου και μητέρα. Εκεινής είναι η ζωή μου. Εκείνη με σπούδαξε, εκείνη με μόρφωσε νου και ψυχή. Την ώρα που σας το λέω, θυμούμαι που κάτω κάτω στα δυτικά της παράλια, άφησα τα παιδιά μου και της γυναίκας μου τον πατέρα.

Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη. — Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε. — Τι; — Τα χρόνια πόχασα... Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν... πώς να στο ειπώ;... να, βιβλία!... Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου.