Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ο αδελφός του πλοιάρχου, ο Δημήτρης ο Τσιμπήδας ήγειρε την χείρα ν' αρπάση από τον σβέρκον τον Αλέξανδρον τον Χάραυλον και να του καταφέρη ολίγους κονδύλους. Ο καπετάν- Γιωργάκης τον εμπόδισεν, αν και του εκόστισε πολύ. Διότι όλοι οι ναυτικοί, και οι πλέον μορφωμένοι σχετικώς, δεν είναι απηλλαγμένοι δεισιδαιμονιών και προλήψεων.

Δεν μου λες τίποτα, μητέρα! έλεγε καμμιά φορά ο Γιωργάκης, θέλων να διακόπτη την θλιβεράν εκείνην της μητρός του σιωπήν, οπού τόσον τον έθλιβε. Δεν μ' ερωτάς τίποτα!

Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών: — Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.

Ήλθ' ο Γιωργάκης! — Ήλθε, παιδί μου; Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναιςτην αγκαλιά θερμαινόμενοι. Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς.

Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.

Θα προκόψη τόρα το κτήμα σου! είπεν άλλος. — Κούρβουλο δε θα μείνη! επρόσθεσε τρίτος. Ο Γιωργάκης, ακούων τα κακά αυτά διά το κτήμα του προμηνύματα εστάθη ως κεραυνόπληκτος, ατενίζων τους φίλους του εις τους οφθαλμούς και προσπαθών να εννοήση τους λόγους των!

Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς: — Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα!

Κατ' αντίθεσιν προς το επιβλητικόν του εξωτερικόν, ο Γιωργάκης Μπερέτης, ο επιλεγόμενος Μπαρμπαρέζος, ήτο ταπεινός και κολακευτικός προς τους Τούρκους, επιδιώκων την φιλίαν αυτών και συχνάζων εις τα καφενεία των, μεταχειριζόμενος δε τας τουρκικάς λέξεις, τας οποίας αυτοί ανεμίγνυον εις τα ελληνικά, και έστιν ότε χαιρετών αυτούς διά του «μερχαμπά». Διά τούτο οι χριστιανοί τον εβδελύσσοντο, επειδή δε δικαίως ή αδίκως υπήρχεν η ιδέα ότι εχρησίμευεν ως καταδότης εις τους Τούρκους, ήσαν επιφυλακτικοί ενώπιόν του και εκ φόβου τον επεριποιούντο.

Αν είχε καμμίαν χαράν, η χαρά της ήτο μόνον το μοσχαναθρεμμένο παιδί της, ο Γιωργάκης της, τον οποίον επτά μηνών βρέφος της τον άφησεν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο καπετάν Λιμπέριος, ένας φιλήσυχος μικροκαπετάνιος, οπού απέθανε την ίδια νύκτα με το κότερό του, ένα εύμορφο και γλήγορο κότερο, οπού το πονούσε και από την γυναίκα του περισσότερον.

Μετ' ολίγον επί κεφαλής του πληρώματος ο Γιωργάκης, ο ναύκληρος, ειργάζετο εις την συρραφήν μιας παλαιάς εσχισμένης μπούμας του πλοίου, την οποίαν είχον απλώσει επί του καταστρώματος. Συχνά δε ίστατο, με την σακκορράφαν την χονδρήν εις χείρας, βλέπων προς τους ιστούς επάνω περίφροντις μάλλον ή αφηρημένος. — Θα της βράσουν τάχα κανένα πιατάκι κόλλυβα; διελογίζετο. Ποιος να φροντίση!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν