United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζώης σε λίγο καιρό, εξενιτεύθηκε, ήφυε κι' ο Μόρφος και η ιστορία εξεχάστηκε. Και ο φιλόσοφος αγωγιάτης μου, σε λιγάκι επρόσθεσε. — Ευτά τα πράματ' αφεντικό, η ιστορίες, μαθές, ευτές, ήτανε συνειθισμένες τον καιρό εκείνο. Μούλεεν ο γέρος μου, πως ετότες η κοπέλλες και οι κοπελλιάρηδες αγαπούσανε στ' αλήθεια, αγαπούσανε, μαθές, τον άθρεπο και πόσα δεν εκάνανε για την αγάπη!

Έλα γέρα, πάρε το φλάουτο και φύσα! επρόσθεσε το παιδί, δίνοντάς του με καμώματα το όργανο και γελώντας κάτω από την άχνα του μουστακιού του. Οι άλλοι ξεράθηκαν στα γέλοια. Ο γέρος πέταξε το κουπιά και τινάχτηκε μπροστά στον πάγκο, ίσιος τώρα σαν λαμπάδα, με τα μάτια σπιθόβολα, με το μεγάλο μέτωπο φωτισμένο.

Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια. — Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους.

Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...

Τίποτε, απεκρίθην με πονεί ολίγον το κεφάλι. — Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες, όταν σου έλεγα ότι δεν είνε διά σένα η Χριστίνα· ότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλή μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον.

Και αυτή η χειρονομία του δεξιού χεριού μου φαίνεται προσποιημένη. Και ύστερα απ' ολίγο επρόσθεσε : — Μιλήστε μου για τον Κανόβα! Αμ' αυτός ο Απόλλων! Μου φαίνεται απλή αντιγραφή άνευ αμφιβολίας! Πιθανόν να είμαι τρελλός και ανόητος, αλλά δεν κατορθώνω να διακρίνω εις αυτόν τον Απόλλωνα την έμπνευσιν που τόσον εξεθείασαν. Δεν ημπορώ να μη προτιμήσω απ' αυτόν τον Αντίνοον.

Έκτοτε, παιδία μου, επρόσθεσε τεθλιμμένος ο γέρων, ημέραν καλήν δεν είδε πλέον η δυστυχής Ελλάς, συμποτισθείσα και αυτή μετά των φιλτάτων της τέκνων Σωκράτους και Φωκίωνος το κώνειον της κακοδαιμονίας.

Μια δυο φορές μάλιστα πήγανε να σφαγούν με τα μαχαίρια του τραπεζιού, αν δεν τύχαινε η μάννα τους να τους χωρίση. — Το σπίτι μου είνε ναός και δε θ' αφήσω να το πατήση το γουρνοτσάρουχο! επρόσθεσε τώρα, κυττάζοντας περήφανα τους σοφούς συντρόφους του.

Ήτο μελαγχολικώτερος του συνήθους και εις την ερώτησιν της Αρσινόης διατί η τόση του δυσθυμία, εκείνος απήντησεν ότι ήτο πολύ σκληρός ο περίγελως, αφού κάλλιστα γνωρίζει την αφορμήν . . . Και επρόσθεσε με φωνήν ομοιάζουσαν μάλλον ψιθυρισμόν: — Και να μην ημπορώ ν' απομακρυνθώ . . . — Αλλ' η φιλία τότε; είπεν εκείνη. — Δεν υπάρχει καμμία, απήντησεν εκείνος με πικρίαν. — Ούτε η ιδική μου; είπεν εκείνη ταπεινοφώνως, χωρίς να τον ατενίση . . . Εις τον τόνον της φωνής ο νέος διέκρινε τρυφερότητα . . . η καρδία του υπερεπληρώθη, αλλ' η Αρσινόη ηγέρθη. — θέλω να είσαι εύθυμος, τ' ακούεις; είπε τεταραγμένη· το θέλω.

Να λησμονήσωμεν την γην του Πλάτωνος, του Περικλέους, του Αισχύλου; Α! μας αδικείτε· νη τον Δία, μας αδικείτε πολύ! — Όχι, κύριε Αριστόδημε· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Η κλεινή πατρίδα σας από βρεφικής ηλικίας ήτο στη φαντασία μου· τώρα που την εγνώρισα, βεβαιωθήτε πως είνε και στην καρδιά μου. — Και γυρίζετε στον τόπο σας, βέβαια; τους ρώτησε με δισταγμό ο Αριστόδημος.