United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι εντυπώσεις . . . . Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός . . . ο τρομερός, ο παντοδύναμος; . . . Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς η μανία . . . Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με κεφαλήν ανηλίκου παιδός.

Οι απονεμηθέντες αυτώ υπό της μεσίτιδος έπαινοι δεν ήσαν κατ' ουδένα τρόπον υπερβολικοί. Είχε τράχηλον ηράκλειον, στήθος ευρύ, χαίτην στιλπνήν, κνήμην στρογγύλην, βλέμμα ακτινοβόλον, παρειάν στάζουσαν αίμα και φωνήν ομοιάζουσαν χρεμετισμόν· εφαίνετο δε και ικανώς ήμερος, ώστε αν δεν εφοβούμην παρεξήγησιν, ήθελον θωπεύση αυτόν επί του ώμου.

Benelle, τραπεζίτην και διπλωμάτην μικράς αξίας. Αλλά μετά τον γάμον ο κύριος αυτός την παρημέλησε και ίσως μάλιστα εσκέπτετο σοβαρώς να την διαζευχθή. Μετά τινα θλιβερά έτη τοιούτου γάμου απέθανεν, ή το ελάχιστον έπεσεν εις μίαν κατάστασιν ομοιάζουσαν τοσούτον προς τον θάνατον, ώστε να προκαλέση την περιέργειαν εις όσους την είδαν.

Όταν δε η Ζερβούδαινα έμαθεν ότι έπαυσεν η καταδίωξις του Μανώλη και ότι εκείνας τας ημέρας επεριμένετο, κατελήφθη υπό τοιαύτης ανυπομονησίας, ώστε δεν ηδύνατο να εύρη στιγμής ησυχίαν. Εκάθητο, εσηκώνετο, παρετήρει από το παράθυρον, έτρεχεν εις την θύραν, οσάκις ήκουεν ανδρικά βήματα η φωνήν ομοιάζουσαν προς την φωνήν του Μανώλη, εξήρχετο, επέστρεφε και πάλιν μετ' ολίγον έτρεχεν έξω.

Ήτο μελαγχολικώτερος του συνήθους και εις την ερώτησιν της Αρσινόης διατί η τόση του δυσθυμία, εκείνος απήντησεν ότι ήτο πολύ σκληρός ο περίγελως, αφού κάλλιστα γνωρίζει την αφορμήν . . . Και επρόσθεσε με φωνήν ομοιάζουσαν μάλλον ψιθυρισμόν: — Και να μην ημπορώ ν' απομακρυνθώ . . . — Αλλ' η φιλία τότε; είπεν εκείνη. — Δεν υπάρχει καμμία, απήντησεν εκείνος με πικρίαν. — Ούτε η ιδική μου; είπεν εκείνη ταπεινοφώνως, χωρίς να τον ατενίση . . . Εις τον τόνον της φωνής ο νέος διέκρινε τρυφερότητα . . . η καρδία του υπερεπληρώθη, αλλ' η Αρσινόη ηγέρθη. — θέλω να είσαι εύθυμος, τ' ακούεις; είπε τεταραγμένη· το θέλω.

Ο περιηγητής σήμερον, καθώς εξέρχεται από την κοιλάδα των Περιστερών, και ρίπτει το πρώτον άπληστον βλέμμα εις την Γεννησαρέτ, θα ίδη μικράν λίμνην, ομοιάζουσαν με κινύραν το σχήμα, δεκατριών μιλίων το μήκος, έξ δε το πλάτος.

Ο μεν Μιθροβαρζάνης εφόρεσε μίαν μαγικήν στολήν κατά πολύ ομοιάζουσαν με το Μηδικόν ένδυμα, έπειτα δε έφερε και μ' εστόλισε με αυτόν τον πίλον και την λεοντήν και μου έδωκε να κρατώ την λύραν, μου παρήγγειλε δε εάν μ' ερωτήσουν πώς ονομάζομαι να μη λέγω Μένιππος, αλλ' Ηρακλής ή Οδυσσεύς ή Ορφεύς. ΦΙΛ. Γιατί αυτό, Μένιππε; Διότι ούτε των ονομάτων, ούτε της ενδυμασίας την σημασίαν εννοώ.