United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον εκ των νώτων ήτον αόρατος, αλλ' όχι κατά πρόσωπον. Άμα οι τρεις κλέφται έφθανον πέραν του πεύκου, θα την έβλεπον ως καρφωμένην εκεί. Οι τρεις άνδρες έτρεξαν, το επροσπέρασαν, κ' εξηκολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο εξ αυτών ουδ' εστράφησαν οπίσω να ιδούν. Εφαντάζοντο ότι η «τσούπα» έτρεχεν εμπρός.

Εις το Ηράκλειον της Κρήτης ήτο προ ετών ένας τρελλός Τούρκος, ο οποίος εξηρεθίζετο και ύβριζε και ελιθοβόλει οσάκις του απηύθυνον το επιφώνημα «Ζιτ! ζιτ!». Άμα ενεφανίζετο εις την Πλατειάν Στράταν, τα ερεθιστικά επιφωνήματα απετέλουν δαιμονιώδη βόμβον εκατέρωθεν. Ο δε παράφρων, ως κεντριζόμενος υπό οίστρου, εγίνετο έξαλλος και έτρεχεν υβρίζων ή και λιθοβολών δεξιά και αριστερά.

Ίσια, ίσια δεν την θέλει· παραπονείται ότι την άλλην φοράν, όταν την εστείλαμεν, η Βασιλική έτρεχεν εις τα χωράφια να παίζη και τον άφινεν ολομόναχον. Εμένα παρακαλεί να 'πάγω... Η Φωτεινή απ' την γωνιά, όπου εκάθητο, εσπόγγισε τα δάκρυά της και ήλθε. — Στείλε με εμένα, μητέρα. — Εσύ! τόσο μικρή τι θα ημπορέσης να κάμης! — Ω! στείλε με και θα ιδής.

Όχι· καλήτερα να 'ρθήτε κ' οι δυο. Τόρα η «Παντάνασα» έτρεχεν ολάρμενη στον Καβομαλιά. Επηγαίναμε ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, εδροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά την ελίκνιζε. Ρίζι εσκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος εφούσκωνε τα ολοκαίνουρια πανιά, εκαμάρωνε τα σχοινιά, εσφύριζε στους μακαράδες, στις στραλιέρες, στις μούδες.

Ο χορός εκείνος επέσκηπτε πρόωρος και απροσδόκητος και ολίγος απέμενε καιρός εις τας Συριανάς διά να ετοιμασθώσιν. Όλαι ήσαν άνω κάτω. Επί τρεις ημέρας έτρεχεν η Χριστίνα εις τα εμπορικά, την δε τετάρτην μετεβλήθη ολόκληρος η οικία μας εις εργαστήριον ραπτικής. Πανταχού κομμάτια υφασμάτων, φόδραι, ορνέκια, στηθόδεσμοι και υποδήματα προς δοκιμήν.

Με την ασκεπή κεφαλήν του σκυμμένην επί του αυχένος του ίππου του, επήγαινε φορών μόνον τον χιτώνα του, χωρίς να παρατηρή έμπροσθεν του, χωρίς να προσέχη εις τα εμπόδια. Ο επιβήτωρ Ιδουμαίος έτρεχεν ως βέλος. Ο κρότος των πελμάτων του επί του πλακοστρώτου αφύπνιζεν εδώ και εκεί τους σκύλλους, οίτινες συνώδευον με τας υλακάς των την φαντασματώδη εμφάνισιν και κατόπιν ωρύοντο εις την σελήνην.

Τα ενθυμήθη ακριβώς την στιγμήν καθ' ην άρχισε να τρέχη μετά το πήδημά της, κ' έτσι της ήρχετο αν ήτον τρόπος, να γυρίση 'πίσω να τα πάρη, και να στραβωθούν, να μην την ιδούν οι διώκται της. Ως τόσον έτρεχεν, έτρεχεν . . . είχεν εισέλθη μέσα εις το δάσος, του οποίου τα διάφορα μονοπάτια της ήσαν πολύ γνωστά.

Ο Ρουσκάδ εις τον ίδιον καιρόν της εφανέρωσε και αυτός το όνομά του, και εδιηγήθη το συμβεβηκός του με την έλαφον. Δεν είχεν αυτός ακόμη τελειώσει την ιστορίαν του, και ιδού βλέπουν άνθρωπον μεσιακής ηλικίας καβαλλάρην που βιαίως έτρεχεν. Αυτός ήτον σχεδόν γυμνός, και απέρασε τόσον από σιμά τους, που η βασίλισσα τον εγνώρισε και ευθύς εφώναξεν. Ω ουρανέ, αυτός είναι ο άνδρας μου.

Δεν ηδύνατο να αναγνωρίση την ατραπόν, εις την οποίαν ευρίσκετο. Έτρεχεν ως άνθρωπος μεθυσμένος, παραπαίων από την μίαν πλευράν της οδού εις την άλλην . . . . Νέφος εκάλυπτε την έξοδον της οδού. «Εάν είναι καπνός, εσκέφθη, δεν θα δυνηθώ να περάσω». Μετεχειρίσθη όλας τας δυνάμεις, αίτινες τω απέμειναν.

Όταν δε η Ζερβούδαινα έμαθεν ότι έπαυσεν η καταδίωξις του Μανώλη και ότι εκείνας τας ημέρας επεριμένετο, κατελήφθη υπό τοιαύτης ανυπομονησίας, ώστε δεν ηδύνατο να εύρη στιγμής ησυχίαν. Εκάθητο, εσηκώνετο, παρετήρει από το παράθυρον, έτρεχεν εις την θύραν, οσάκις ήκουεν ανδρικά βήματα η φωνήν ομοιάζουσαν προς την φωνήν του Μανώλη, εξήρχετο, επέστρεφε και πάλιν μετ' ολίγον έτρεχεν έξω.