United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα ολίγα γράμματά της, όπως ημπόρεσε το εδιάβασεν η μητέρα. — Ο πατέρας μας γράφει, είπεν επί τέλους εκείνη, ότι έπεσε πάλιν εις το στρώμα πιασμένος από ρευματισμούς, και με παρακαλεί να πάγω να τον περιποιηθώ. Αλλά τώρα να σ' αφήσω εσένα έτσι, ποτέ δεν γίνεται· ούτε να πάρω μαζί μου τον Γιαννάκη... ημπορεί να κρυώση το αβάπτιστο μωρό εις τον δρόμοημπορεί να πάθη. — Στείλε την Βασιλική.

Ο δε Επιμηθεύς παρακαλεί τον Προμηθέα να τον αφήση να μοιράση αυτός, αφ' ου δε εγώ μοιράσω, είπε, συ έπειτα να κάμης επιθεώρησιν· και τοιούτοτρόπως, αφ' ου τον εκατάφερεν, έκαμεν αυτός την μοιρασιά.

Παρακαλεί τον Οιδίποδα, που άλλοτ’ έσωσε τας Θήβας από την Σφίγγα, να λυτρώση την πόλιν από την συμφοράν δι’ ενός οποιουδήποτε τρόπου.

Με μια λαμπράδα, που πάντα είναι νέα, που αλλάζει κάθε βράδι, βυθά ο ήλιος στη θάλασσα κι ανάμεσά μας είναι ο Σβεν. Είναι ξυπόλυτος και μελαψός κ' επειδή με τα βράδι ψυχραίνει ο αέρας, χώνει τα μικρά του πόδια κάτω από τα φόρεμα της μαμάς. Παρακαλεί να τον αφήσουμε να μείνη όσο φαίνεται ακόμα ο ήλιος.

Δι' αυτό και δεν κακολογεί ούτε τους εχθρούς του, εκτός εάν τον επρόσβαλαν. Και διά τα χρειώδη ή διά τα μικρά διόλου δεν παραπονείται ούτε παρακαλεί. Διότι ιδιότης των σπουδαίων είναι να είναι τοιούτοι εις αυτά. Και είναι ικανός να θησαυρίζη μάλλον τα καλά και αφιλοκερδή, παρά τα καρποφόρα και ωφέλιμα. Διότι αυτό είναι περισσότερον ιδιότης της αυταρκείας.

Και τούτους και εκείνους παρακαλεί ο γράψας να μη λησμονήσωσι τον χρόνον, καθ' ον έκαστον των δημοσιευμάτων τούτωνως υπ' αυτό σημειούταιείδε κατά πρώτον το φως, μήτε να παραβάλωσιν εικόνας καιρών παρωχημένων προς την ενδεχομένως κρείττονα ή χείρονα πραγματικότητα της σήμερον.

Οι Αθηναίοι όμως απέκρουσαν την αυθόρμητον ταύτην και γενναίαν συνδρομήν του εξορίστου Κίμωνος, και διέταξαν αυτόν ν' απομακρυνθή του στρατοπέδου. Αλλά και τότε ο Κίμων δεν αγανακτεί κατά των δυσπίστων συμπολιτών του· απ' εναντίας παρακαλεί θερμώς εκατόν πιστούς και αφοσιωμένους εις αυτόν φίλους του ν' αγωνισθώσι γενναίως, όπως η πατρίς θριαμβεύση

Την αυγήν πάλιν την παρακαλεί να παύση, και αυτή του λέγει, ότι, αν δεν μου ειπής το τι είπεν ο γάιδαρος, εγώ δεν θέλω παύσει να κλαίω. Της αποκρίνεται ο άνδρας, ότι, αν σου το ειπώ, κινδυνεύει η ζωή μου. Και αυτή λέγει του, ας γίνη ότι γίνη, θέλω να το μάθω, ειδεμή από την λύπην μου και από το κλαύσιμον αρρωστώ και αποθνήσκω.

Η υπόθεσις του διαλόγου τούτου, ο οποίος ομοιάζει προς πράξιν δράματος και είναι πιστή και ζωηρά άμα εικών εκ του φυσικού, έχει ως εξής: Ο νεαρός υιός του Απολλοδώρου Ιπποκράτης προσέρχεται βιαστικά εις τον οίκον του Σωκράτους και τον παρακαλεί να τον συστήση εις τον φημισμένον σοφόν Πρωταγόραν, ο οποίος, ως επληροφορήθη, έφθασεν εις Αθήνας, διά να καταστή και αυτός σοφιστής.

Ικετεύει τους γέροντας να τον κρύψουν ή να τον φονεύσουν. Ο Χορός βλέπων τον Κρέοντα ερχόμενον λέγει ότι αυτός δικαιούται ν’ αποφασίση. Ο Οιδίπους παρακαλεί τον Κρέοντα να λάβη φροντίδα περί των θυγατέρων του και μαζί του εισέρχεται εις τ’ ανάκτορα.