Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Τα κάλλη σου κι' η χάρες σου ποιο δεν υποδουλώνουν; Καθένα αρπάζουν άξαφνα, βαριά τον αλυσόνουν. Αν σ' ίδα και σ' αγάπησα σε τι έσφαλλα ο καϋμένος; Ο Έρως βρόχι μώστησε, και βρέθηκα πιασμένος. Και τώστησε ο παμπόνηρος στης κόραις των ματιών σου, Χωρίς φτερά μ' απόθισε παιγνίδι των χεριών σου.
Έπειτα η σκληράδα της προς τον άντρα που δεν έπεσ' επί τέλους και σε κανένα μεγάλο κρίμα, παρά που βρέθηκε σε μια κρισιμώτατη ξαφνική στιγμή, που λυγίζει και τους δυνατούς, πιασμένος μέσα σε κάποια επιτήδεια στημένα βρόχια, αφού μάλιστα δοκίμασε ο άνθρωπος και να αντιοταθή όσο του είτανε βολετό· έπειτα η σκληράδα της προς τον άνδρα που δεν έκαμε παρά ό,τι κάνουν όλοι σχεδόν οι κύριοι, και κοντά σ'αυτούς, όσο και κρυφότερα απ' αυτούς, πόσες γοητευτικές ομόφυλες της Μαρίας!
Με τα ολίγα γράμματά της, όπως ημπόρεσε το εδιάβασεν η μητέρα. — Ο πατέρας μας γράφει, είπεν επί τέλους εκείνη, ότι έπεσε πάλιν εις το στρώμα πιασμένος από ρευματισμούς, και με παρακαλεί να πάγω να τον περιποιηθώ. Αλλά τώρα να σ' αφήσω εσένα έτσι, ποτέ δεν γίνεται· ούτε να πάρω μαζί μου τον Γιαννάκη... ημπορεί να κρυώση το αβάπτιστο μωρό εις τον δρόμο — ημπορεί να πάθη. — Στείλε την Βασιλική.
— Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ; — Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ! Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.
ΛΑΕΡΤΗΣ Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι 'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου δικαίως. ΑΜΛΕΤΟΣ Η Βασίλισσα πώς είναι; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Άμα τους είδε να αιματώσουν δείλιασε. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Όχι, όχι· το πιοτό, το πιοτό — Αμλέτε μου, ψυχή μου — το πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη. ΑΜΛΕΤΟΣ Κακούργημα! την θύραν κλείστε!
Είπε και του παρέδωσε την μαύρην του σκούναν με το άσπρο μπούρδο, την καλοτάξειδη και τυχηρή. Και έπεσεν ο γέρων, πιασμένος, εις τον ήσυχον κοιτώνα του. Αλλά πριν τον ίδη ο γέρων τον υιόν του τον μοναχογυιόν, τον είδεν η εύμορφη Ξενιώ, όταν εγύριζεν ένα βράδυ, πρόσαργα, από το πηγάδι, η κοντούλα η Ξενιώ.
Εις μίαν γωνίαν της φωλεάς του αετού παρετήρησεν ο Ρούντυ, ότι μέγας και πολύς εκάθητο ο αετιδεύς, ο οποίος ακόμη δεν είχε ξεπετάξει. Ο Ρούντυ προσήλωσε τα μάτια του επάνω του, εκρατήθη με όλην του την δύναμιν με το ένα χέρι, και με το άλλο έρριψε τον βρόχον περί τον νεαρόν αετιδέα· ήτο πιασμένος ζωντανός!
Ο λιμήν ήτο πλήρης ανθρώπων, άλλων εν τη θαλάσση πεσόντων και άλλων θεωρούντων από της προκυμαίας, ή διδόντων παραγγέλματα σωτηρίας. Ο καπετάν Μήτρος, απόμαχος πλέον πλοίαρχος, πιασμένος τους πόδας, ακουμβισμένος ύπτιος επί του παραθύρου του κοντά εις την λυχνίαν, με το σιγάρο στο στόμα διαρκώς διέτασσε : — Σία! . . . Άλλα! . . . αβάρα! . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν