Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω.
Οι άντρες όλοι στη γραμμή. Ο Επιλοχίας εδιάταξε και τις φρουρές. Τόσοι να παν εκεί και τόσοι εκεί. Ο τάδες πρώτο νούμερο κι ο τάδες δέφτερο κι ο τάδες τρίτο νούμερο. Ότι ήθελε να τους πουν να διαλυθούν απ' τη γραμμή οι άντρες κ' ετελείωνε πια και το προσκλητήριο, τους κατεβαίνει απάνω απ' τη φρουρά της φυλακής κακό μεγάλο κι απάντεχο· — Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε μια ξαφνική μπαταριά.
Χώρια ο καφετζής που πάει να χάση το μυαλό του, από τη ξαφνική δουλειά που κάνει. Μου ρίχνει κάτι ματιές που η ευγνωμοσύνη του ξεπερνά τον έρωτα. Γιατί με συμπάθειο είνε κι αυτός ερωτεμμένος μαζί μου.
Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι' αυτόν έλπιζε, γι' αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή. Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρια τους. Έκαμε να καθίση ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθή.
Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.
Και γι' αυτό ίσως θα ήθελα περισσότερα, για να χορτάσω την ομορφιά τους. ― Τι δύναμη βρίσκεται μέσα στην ξαφνική εμφάνιση του Αποκρισάρη του Βασιλιά, τι δύναμη μέσα στα λόγια του ξεχωριστού Γύφτου έπειτα, και τι δύναμη στο άμυαλο, πολύβοο ξανάρχισμα του πανηγυριού, μόλις απόσωσαν τα λόγια τους ο μαντάτορας του Βασιλιά κι ο αντίλογος του Γύφτου! Τι δύναμη και τι ομορφιά!
Την κοίταζε με ζωηρό βλέμμα, λαμπερό, και ήταν τόση η ξαφνική χαρά του που οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του έμοιαζαν ακτίνες από φως. «Γερνάω», είπε, χτυπώντας τα χέρια και η χαρά του χάθηκε ξαφνικά, όπως είχε έρθει. Γύρισε στο χωριό επειδή ο ντον Πρέντου είχε στείλει να τον φωνάξουν, διαφορετικά δεν θα το είχε κουνήσει πια από κτηματάκι.
— Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! Εξέσπασαν μες από τα ολόχοντρα σίδερα σε τρανταχτό, ακόλαστο γέλιο, κ' οι ρείπιοι θόλοι της φυλακής αντιλάλησαν την ξαφνική τη χαρά τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν