United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα τη λυπόμουνα και ψιθύρισα: «Κακορρίζικο ΒαγγελιόΑλλά σε τέτοια στιγμή τ' ήθελε ν' ανακατευθή το κορίτσι με την ανοιξιάτικη άνθηση και τη ξανθή πλεξούδα; Πολεμούσα να το διώξω από τη φαντασία μου, αλλά τίποτε· από 'δω το 'διωχνα, από κεί' παρουσιαζότανε, με παιχνιδιάρικο γέλιο, σα να μούπαιζε το κρυφτούλι.

Κι όμως, θυμόταν εκείνο το γέλιο, εκείνο το πρόσωπο σκυμμένο επάνω του, εκείνη τη σκιά κι εκείνο το τρεμάμενο φως τριγύρω, και η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε και πήγαινε να σπάσει. Η Λία, όπως ήταν τη νύχτα της φυγής, στεκόταν μπροστά του. «Κάτι ακόμη και τελειώσαμε.

Τα μάτια του είχανε μεγαλώσει, ο λαιμός του απλωνόταν χυτός σαν κοριτσιού, και κάτω από το μάγουλο προς το σαγόνι χαράζονταν δυο λακκάκια ευτυχίας. Ακόμη τα δόντια, ολόασπρα, λάμπανε από παιδιάτικο γέλιο. Ύστερα ήτανε τα ρούχα, φωτεινά, σαν μεταξωτά, και δεν φαινόντανε τώρα διόλου κουρελλιασμένα, χοντρά και μαυροκόκκινα από τη λέρα. Ο Ρένας ξανάβρισκε στο τραγούδι ήχους παλιούς, λησμονημένους.

Η Νοέμι γελούσε, με κακία στο βλέμμα των βαθιών της ματιών, και το γέλιο της αποθάρρυνε την ντόνα Έστερ περισσότερο απ’ όλα τα επιχειρήματα της άλλης της αδελφής.

Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι' αφανίζεικαι τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε!

Ένας ήλιος καλοκαιρινός έφεγγε μέσα της και τηνέ ζέσταινε. Μα τώρα εκείνο το γέλιο του παπά ήτανε σαν να την ξύπνισε από ένα όνειρο. Καθώς καθότανε σκυμμένη στο τραπέζι, τα χέρια της, πρώτη φορά, της φανήκανε ζαρωμένα, ματσιδιασμένα. Έκλεισε τα μάτια της να μην τα βλέπη.

Ο ντον Πρέντου ντυμένος στα μαύρα με μια καινούργια, στενή φορεσιά που τον αναγκάζει να βαριανασαίνει, αλλά ο Έφις δεν ξεχωρίζει το πρόσωπό του, ενώ βλέπει το σαρκαστικό στόμα του Μιλέζου, μακρύ, στενό, γεμάτο λες από συγκρατημένο γέλιο, και την εξογκωμένη κοιλιά μιας συγγένισσας των αδερφάδων Πιντόρ, εκείνης που θα συνοδεύσει τη νύφη, και δυο κεριά με ροζ κορδέλες που τα κρατούν δυο χλωμά χεράκια.

Για να ζήσει όμως κανείς σ’ εκείνα τα μέρη του χρειάζονται πολλά χρήματα. Εκεί υπάρχουν άρχοντες που έχουν κτήματα όση είναι η Σαρδηνία και κάποιοι δίνουν μεγαλύτερες ελεημοσύνες και από τον βασιλιά.» Ο ντον Πρέντου έσκασε στα γέλια. Ένα σιωπηλό γέλιο, άγριο. «Α, μάλιστα!

Είτανε τόσο χαρούμενος που μαζευόμαστε όλοι τριγύρω του, άμα γινότανε κάτι κ' η κρυσταλλένια φωνή του και το ξάστερο γέλιο του αντηχούσανε σ' όλο το σπίτι. Τρέχαμε γύρω του γιατί θέλαμε να δούμε πώς λάμπανε τα μάτια του, πώς τα μικρά λευκά του χέρια σαλεύανε από ευχαρίστηση, γιατί θέλαμε να δούμε όλη την αστραφτερή αυτή παιδιάτικη χαρά, που πλημμυρούσε με ήλιο την καρδιά μας.

Το αδικούμε, ενώτην όψιν φέρει τόσο μεγαλείον, με σχήμα τάχα προσβολής να το ενοχλούμε, ότι αλάβωτον είναι, καθώς είν' ο αέρας, και κακόβουλο γέλιο τα κτυπήματά μας. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Θα μας ωμίλει, οπότε ο πετεινός ακούσθη.