United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.

Κι ως τόσο έμνησκαν καθώς φαίνεται ακόμα στον τόπο τόσα καλλιτεχνήματα της κλασσικής εποχής, που θωρώντας τα ο Παυσανίας, απορούσε τι να είτανε στα παλιά χρόνια η Ελλάδα! Θεόλαμπρος έφεγγε ακόμα ο Ελληνικός κόσμος όπου σώζουνταν πολιτείες, φωτισμένος ακόμα από την ιδέα της ομορφιάς, που αυτή κ' η γλώσσα κρατούσανε δίψυχο τον ξεθυμασμένον τον Ελληνισμό.

Η υπηρέτρα άναψε την λάμπα και την κρέμασε στον τοίχο, κι' έτσι έφεγγε πλειότερο το δωμάτιο, που ως τότε φωτίζονταν μόνον από το γλυκό και ήμερο φως της καντήλας του εικονοστασίου. Ο παπάς ιδόντας τα κατσικάκια και τες γίδες, είπε: — Α!.. βλέπω απόψε, Μαριανθούλα, έχετε και φιλινιάδες! — Έχομε για! Σήμερα γεννήθηκαν τούτα τα μικρουλάκια...

Καμιά συγκίνηση δεν έδειχνε για τη ζωή που ξεψυχούσε γύρω του. Όταν όμως ηύρεσκε κανένα λιθαράκι, έφεγγε από χαρά. Τόπιανε απαλά και τρυφερά, το πάστρευε από τα χώματα, τώδειχνε στους σοφούς. Εκείνοι το καλοκύτταζαν, έδειχναν θαυμασμό, χαρά, έκπληξη. Φαίνονταν πως του λέγανε πολύ κολακευτικά λόγια. Τούτος φούσκωνε από περηφάνεια και με παιδιάτικη σαστιμάρα έρριχνε το ηύρεμα στον κόρφο του.

Άξαφνα, κοντά το ξημέρωμα, ο Νίκος μες τον ύπνο του άπλωσε το χέρι του απάνω στο κορμί της Βεργινίας. Σε ξυπνάω τη νύχτα κι ο γιατρός είπε πως πρέπει να κοιμάσαι ήσυχη Αυτό ήτον το τελευταίο θανάσιμο χτύπημα για της Βεργινίας την ύπαρξη Ο ήλιος έφεγγε πάλι σήμερα με την ίδια γλύκα σαν και χτες. Η απαλή φεγγοβολιά του σα χάδι ρευστό σιγά-σιγά μαλάκωσε και την αντάρα μες την ψυχή της Λιόλιας.

Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος είτανε δικός μου. ................................................................. Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια! ................................................................. Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία σαν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ!

Κι άλλον τρόπο τώρα δεν έχει παρά ν' αγοράσουμε την εφημερίδα του. Ανεβαίνουμε λοιπόν και καθίζουμε στο Ταξίμι, και παίρνοντας τη δροσιά της βραδιάς, και γλεντίζοντας με τον κόσμο που σουλατσέρνει, ρίχτουμε δυο ματιές στην εφημερίδα, που την καταφρονέψαμε σαν έφεγγε ήλιος, και τη θυμηθήκαμε τώρα με τ' ολοφέγγαρο. Κι από κει κατεβαίνουμε σ' ενός φίλου που όνομα δεν του βρίσκω.

Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς.

Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Είταν στην άκρη του νεκροταφείου, και στο σαρακωμένο κουτί του, που είταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε καθόλου καντήλι. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχεια μόνο στον Απάνω-Κόσμο είχε μερδικό!