United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα θυμούμαι τι μου έλεγεν η μητέρα μου χθες όταν εγύρισα στο σπίτι• Πάμφιλε, μου έλεγε, ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, ο γυιός του γείτονα του Αρισταινέτου, εφρονίμεψε και παντρεύεται• και συ έως πότε θα ζης με μια εταίρα; Την ήκουα με μισό αυτί να μουρμουρίζη αυτά και άλλα και αποκοιμήθηκα. Το πρωί δε εσηκώθηκε πολύ ενωρίς και όταν επερνούσα δεν είδα τίποτε απ' αυτά που είδε αργότερα η Δωρίς.

Όθεν πίνοντας από αυτό, και γροικώντας την ευωδίαν των ανθέων, και τον δροσερόν αέρα που έπνεε, με έπιασεν ένας γλυκύς ύπνος, και αποκοιμήθηκα διά κάμποση ώρα και αφού εξύπνησα βλέπω ολόγυρά μου πέντε έξ ελαφίνες άσπρες, που είχαν επάνωθέν τους ένα σκέπασμα γαλάζιο από ατλάζι, και εις τα ποδάρια βραχιόλια από χρυσάφι.

Εγώ συνομιλώντας με τον καραβοκύρην, και διηγούμενος εις αυτόν το δεύτερόν μου ταξείδιον, όταν έφθασα εις εκείνο το μέρος της διηγήσεως, που εγώ αποκοιμήθηκα εις το νησί και το καράβιον εμίσευσε, και όταν εξύπνησα, ευρέθην μοναχός, και βλέπω και ευθύς ο καραβοκύρης με αγκάλιασε καταφιλώντάς με, και λέγοντάς μου· αδελφέ Σεβάχ είμαι ο καραβοκύρης, που τότε εξ απροσεξίας σε ελησμονήσαμεν εις το νησί.

Αποκοιμήθηκα ή όχι, ποιος το ξέρει; Μου φαίνεται τώρα πως βλέπω μιαν Ακρόπολη καινούρια, πως βλέπω καινούριους θεούς. Στου Παρθενώνα μας τα σκαλοπάτια κάθουνται γυναίκες πολλές αραδιασμένες· τις προσκυνούν οι καινούριοι θεοί και τις φέρνουν κάτι λουλούδια, που μοιάζει πως αναποδογυρίζει ο ουρανός από μοσκοβολιά.

«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα... » Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου!

Όταν λοιπόν εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος, εκρύφθησαν όλοι οι δράκοντες· τότεν εγώ έλαβα θάρρος και εβγήκα από το σπήλαιον, αλλ' όλος φοβισμένος και επατούσα επάνω εις τα πολύτιμα πετράδια χωρίς να έχω καμμίαν όρεξιν δι' αυτά, αλλ' επειδή εκακονύκτησα άυπνος αποκοιμήθηκα καθήμενος εις τον ίσκιον μιας πέτρας· και αφού αποκοιμήθηκα ολίγον, εις τον ύπνον μου ήκουσα ότι έπεσε κάποιο πράγμα σιμά μου με μεγάλον κρότον και ξυπνώντας βλέπω εκεί ένα μεγάλο κομμάτι κρέας νωπόν και έμεινα εκστατικός διά το αιφνίδιον φαινόμενον και θεωρώντας ως τόσο εκείνο βλέπω να πέφτουν και άλλα κομμάτια κρέας παρόμοια με μεγάλην ορμήν από την κορυφήν εκείνων των βράχων εις διάφορα μέρη.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτά κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Πούρθε ο Γεροκουδούνας ύστερα, ο θρήσκος, που πήγαινε ταχτικά κάθε χρονιά μια βολά στην εκκλησιά, κ' ήξερεν όλα τα εκκλησιαστικά και τους είπε πως ανάμεσα από Σαββάτο και Δευτέρα πέφτ' η Λαμπρή. Κι' άλλα τέτοια μας είπε ο Μπαρμπούτας. Ως που με δείλιασε η φωτιά εμένα, και τυλιγμένος σε μια καπότα αποκοιμήθηκα στο χέρι. Με τα γλυκοχαράμματα διαβήκαμε τα Χαλάσματα.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτα κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα, μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.