United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη πολλά ολίγος ο ύπνος του, επειδή και έξαφνα εξύπνησαν από τον ήχον μιας αρμονίας που τους έκαμε να ακούσουν ολίγον ξέμακρα απ' αυτούς· και διά μεγαλύτερόν τους θαυμασμόν, βλέπουν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι με πλουσίαν φωτοχυσίαν, το οποίον δεν ημπορούσε να ήτον καμωμένον από χέρια ανθρώπινα.

Εγνώριζα ότι σημαίνει στόλον, αλλά περί τίνος στόλου επρόκειτο; Επερίμενα ανυπόμονος να εξημερώση, μη γνωρίζων τι συμβαίνει και προοιωνιζόμενος νέα πάλιν δεινά. Ανεπόλουν άκων την πρώτην εκείνην εν Σμύρνη νύκτα, ότε μ' εξύπνησαν των Τούρκων οι αλαλαγμοί. Προς τα χαράγματα ήλθεν η μήτηρ μου και αναλαβούσα την θέσιν της πλησίον του ασθενούς μ' έστειλε ν' αναπαυθώ.

Όταν εξύπνησαν το πρωί και ηύραν την κλίνην της Αϊμάς αδειανήν, ηπόρησαν, και ήρχισαν να σταυροκοπούνται. Την επερίμεναν έως το μεσημέρι, αλλά πούποτε δεν εφάνη. Τότε ο γέρο Γύφτος έστειλε τους δυο υιούς του δεξιά και αριστερά, αλλά δεν ειμπόρεσαν νανακαλύψουν τίποτε. Ο Τρανταχτής, όστις ειξεύρει όλα τα μυστικά των, τους ελυπήθη και ανέλαβε να φροντίση.

Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τελευταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας, αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν, υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των. Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.

Με φεύγουν και αυτά διότι είμαι άσχημον, είπε το παπί, και έκλεισε τα μάτια του και επέταξε να φύγη ακόμη μακρύτερα, και έφθασεν εις ένα βάλτον, όπου εκατοικούσαν αγριόπαπιαι. Εκεί επέρασεν όλην την νύκτα κουρασμένον και καταλυπημένον. Την αυγήν αι αγριόπαπιαι εξύπνησαν και είδαν τον νέον σύντροφόν των. — Τι μέρος λόγου είσαι, το ηρώττησαν.

Μίαν πρωίαν ελθούσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει πολύ άσχημα την νύκτα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβη, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη.

Τουναντίον η μήτηρ του, αφού είχε μισοχορτάσει τον ύπνον, εξενύσταξε, κ' έμεινε ανακαθισμένη και συλλογισμένη, σιμά εις το προσκέφαλον του Φάλκου της. Μετ' ολίγον είχεν αποκοιμηθή ο Φάλκος, η δε μήτηρ του, καθισμένη καθώς ήτον, και στηρίζουσα με την χείρα κεκυφυίαν την κεφαλήν, ήρχισε να νυστάζη πάλιν και να λαγοκοιμάται. Και οι δύο μετ' ολίγον εξύπνησαν από ένα κρότον και μίαν αλλόκοτον φωνήν.

Εφθηνά την γλυτώσαμε, διενοήθη ο Σκούντας. Ιδού εξύπνησαν αι καλογραίαι. Και εξελθών αυτός διά της θυρίδος, έδωκε την χείρα εις την Αϊμάν, και εβοήθησεν αυτήν να διέλθη. Ήρχισαν δε την πορείαν των εν μέσω των αγρών και των δρυμώνων, εν τω σκότει της νυκτός.

Το ανάγνωσμα εκείνο κατεθορύβησε τον από τοσούτων ετών ησυχάσαντα καλόγηρον. Οι όφεις, οι δράκοντες, οι λύκοι, οι πάνθηρες και τ' άλλα ζώα, δι' ων εικονίζουσιν οι θεολόγοι τα πάθη, εξύπνησαν αθρόα και ήρξαντο να ωρύωνται και να δάκνωσι την ουράν των εις τους μυχούς της καρδίας του, ήτις κατέστη και πάλιν ακοίμητον θηριοτροφείον.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα, που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον! ΠΡΙΓΚΗΨ Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε, εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε· του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη. Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν; ΠΡΙΓΚΗΨ Κύτταξ' εδώ να την ιδής.