United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια. — Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της!

Έτος και πλέον είχε παρέλθει από της αποδράσεώς του και κατά το διάστημα τούτο ούτε εκοινώνησεν, ούτε ελειτουργήθη εις εκκλησίαν. Και έφτυσεν αίμα ο πατέρας του διά να τον πείση να μεταβή εις το χωριό, απλώς και μόνον διά να μεταλάβη.

Έπειτα διηγήθη το ανέκδοτον ενός βοσκού, ο οποίος δεν ήθελε και αυτός κατ' ουδένα λόγον να πλησιάση άλλους ανθρώπους. Ούτε για να μεταλάβη δεν έστεργε να καταιβή στο χωριό. Μια μέρα που τον είδε από μακρυά ο παπάς, τουφώναξε ότι έπρεπε να καταιβή να κοινωνήση, αλλοιώτικα θα πήγαινε η ψυχή του στα τάρταρα.

Μίαν πρωίαν ελθούσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει πολύ άσχημα την νύκτα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβη, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη.

Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε διά να μεταλάβη, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ' αμέσως ανεχώρει. Εις την ερημίαν η φαντασία του είχε προσωποποιήσει τα πάντα και σχηματίσει κόσμον χιμαιρικόν, εις τον οποίον δεν ησθάνετο την μόνωσιν. Εις τον κόσμον εκείνον μάλιστα ευρίσκοντο καί τινες των χωριανών του.

Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη.

Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγετα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτατην Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβηκαι 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά.

Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσίααυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντατο πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.