United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί λαμβάνοντας διαταγήν του Κουβέρνου, έστειλα εις Αντίνουαν δύο φοράς διά να μου σταλούν όσα πιστοποιητικά μου εκράτησεν η εκεί διοίκησις, αλλά δεν έλαβα ουδεμίαν απόκρισιν και ένεκα των μεγάλων εξόδων εις τους αβουκάτους και διά άλλας αιτίας ανεχώρησα από Λόντραν διά την πατρίδα μου Ψαρά και από τότε δεν ημπόρεσα να κάμω τίποτες.

Και παρήρχοντο ούτως αι ημέραι εν τω μέσω φόβων και ελπίδων. Την ιδέαν της εις Ψαρά καταφυγής παρητήσαμεν εξ ανάγκης, διότι ήρχοντο απελπιστικαί εκείθεν ειδήσεις. Ήτο ήδη πλήρης προσφύγων η νήσος, οι δε Ψαριανοί, μόλις έχοντες πώς να τους διαθρέψωσι και συντηρήσωσι, δεν ηδύναντο ούτε ήθελον να δεχθώσι πλειοτέρους.

Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του! Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του.

Ουδέ η εις Ψαρά άφιξις και η εκείθεν αναχώρησις, ουδ' η γενική επί του καταστρώματος κίνησις και βοή ίσχυσαν να την αποσπάσωσι του ληθάργου, εντός του οποίου εφαίνετο βυθισμένη. Τα πάντα ήσαν ως ξένα προς αυτήν. Οι οφθαλμοί της ήσαν προσηλωμένοι, αλλ' έβλεπες ότι δεν προσέχουν εις ό,τι ητένιζον. Μελαγχολία ανεκλάλητος απεικονίζετο εις το βλέμμα, εις την στάσιν, εις την σιωπήν της.

Η χαρά του είτανε να καθίζη με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωσταντίνου. Κ' ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώση ο Κωσταντίνος. Σ' ένα απ' αυτά τα ταξίδια, έτυχε να είναι μαζί του κ' ένας από τα Ψαρά, — Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν είτανε ναύτης, είταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά.

Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρητην κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθητα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα! — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγετα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτατην Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβηκαι 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά.

Αλλά και αν ήτο, δεν θα ήκουε τίποτε. Ούτος έν μόνον εσυλλογίζετο, αν η συμπεθέρα θα του βγάλη καμμιά ψάρα να φάγη. Καθ' όλην την οδόν εβασίλευε σκοτία.

Με τέτοιον τρόπον λοιπόν η Χαλιμά ετελείωσε την ιστορίαν του ψαρά και του Τελωνείου. Τότε ο βασιλεύς Αϊδήν εφανέρωσεν ότι έλαβε μεγάλην ευχαρίστησιν από εκείνην την διήγησιν, ομοίως και η αδελφή της Μεδινά. Λέγει τους η Χαλιμά ότι ηξεύρει μίαν άλλην πολύ ωραιοτέραν από την του ψαρά, και την ερχομένην αυγήν θέλει τους την διηγηθή με όλας τας περιστάσεις διά να τους ευχαριστήση την περιέργειαν.

Άλλοι κατορθώνουν και το πραγματοποιούσιν εις τον κόσμον αυτόν, άλλοι αποθνήσκουσι με το όνειρόν των μαζή ως σάβανον της καρδίας των. Άγνωστον τίνες αποθνήσκουν ευτυχέστεροι . . . — Ο ένας σου μυρίζει, ο άλλος σου βρωμά! Την ήλεγχεν η μητέρα της. Έως ου ευτυχής σύμπτωσις διέψευσεν όλας τας οικτράς προρρήσεις της γραίας, και η πτωχή Γερακίτσα, η κόρη του ψαρά, εγένετο κυρά- Μανωλάκαινα.