United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν. — Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα! έκλαιον απηλπισμέναι.

«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230 γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. ουδέ ποσώς ξενίζομαιτους ανδρικούς μνηστήραις, 235 αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη• ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240 για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Μια βραδειά, προ χρόνων, όταν είχε βγη περίπατο ένα ζευγάρι αρρεβωνιασμένων, οπού η μανάδες και των δυο κάτι παληά ψεγάδια είχαν, φαίνεται, στην υπόληψί τους, η γρηά έξαφνα είχε ξεφωνίση: — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο, να σ' πω! — Σε τι είνε ταιριασμένο, θεια Μορισώ; την ερώτησαν. — Να, πλειά π......ς γυιός, και π.....ς θυγατέρα· απήντησεν η γερόντισσα.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθητην πατρίδα. αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».

Και ο Λαλεμήτρος θα μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνεταλώνια, θειά-Κυρατσού, είνε ποιο μεγάλοι απ' αυτόν! . . Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου. — Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά- Κυρατσού, κατελθούσα. — Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το καταδέχομαι! . . .

Αφού εμισοστράβωσε τον κόσμο άρχισεν ο επιστήμονας να εξηγή πώς αυτά τ' ακτινοβόλα αχλάδια είνε νέο σύστημα φωτισμού, και με το μισό έξοδο θα δίδουν φως δεκαπλάσιο από το λάδι, που θα ξεπέση τότες η τιμή του εις το δέκατο, αφού δε θα χρησιμεύη πλεια παρά μόνο για το τηγάνισμα και τη σαλάτα.

Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργότην άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασετην άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνιτου πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξιταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομούτο σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζετον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλάταις μάχαις των ανδρών καιτα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.

Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον επείραζεν ενίοτε λέγουσα: — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!

Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρης παράδες. — Γιατί; — Γιατί ο Μανώλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το ξέρης σίγουρα. — Τώρα το κατάλαβα κ' εγώ, και γι' αυτό, ούτε ξαναπάω πλειά να ρίξω ψήφο. — Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο Βατούλας. — Το ξέρω κ' εγώ . . . Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.