United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και ο Μανώλης απήντησεν ότι γυναίκα του θα εγίνετο μόνον η Ζερβουδοπούλα. Και οσάκις κατέβαινεν εις το χωριό δεν παρέλειπε να περνά από της Ζερβούδαινας. Η Μαργή όμως εξηκολούθει να τον αποφεύγη με αμείωτον αποστροφήν. Ούτε η δόξα του, ούτε ο αρραβών του Σμυρνιού μετέβαλαν την κατάστασιν.

Δεν ήτο αρκετόν ότι του το έλεγεν η Ζερβουδοπούλα δεκάκις της ημέρας, αλλ' έπρεπε να του το επαναλαμβάνουν και οι άλλοι, ακόμη δε και τα παιδιά από τα δώματα; Επρόφερε μίαν βλασφημίαν και απεμακρύνθη, αλλ' η φωνή των παιδίων τον κατεδίωκε: — Δε σε θέλει! δε σε θέλει! — Δε με θέλει, εμουρμούρισεν ο Μανώλης λυσσών. Κατέχω το πως δε με θέλει· μα εγώ θα τήνε κάμω να με θέλη. Μόνο γεια!

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κίσα ίσα εσένα πούσαι γυιός του καλλίτερού μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πης είντά 'χεις μ' εμένα. — Πράμμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανώλης με παιδικόν πσράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος. Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθή. — Και ποιος σούπε πως την αγαπώ; — Αυτή το λέει.

Η Ζερβουδοπούλα δεν είχεν έλθη εις τον χορόν, προφανώς διά ν' αποφύγη την συνάντησίν του. Τούτο του έδιδε μίαν επί πλέον αφορμήν να σκέπτεται ότι η αντίστασίς της ήτο αδύνατον να κατανικηθή άλλως ή διά της βίας, διά της απαγωγής. Αλλά τώρα, ότε είχεν αρχίση να μη εξέρχεται, η απαγωγή εφαίνετο δύσκολος.

Αλλά βέβαια ο γυιός της δεν ήτο για τη θυγατέρα της Ζερβούδαινας, ούτε η Ζερβουδοπούλα για το Μανώλη. — Δεν την αφίνεις την κουζουλή! είπεν ο Σαϊτονικολής. Το δακτυλάκι τση Πηγής δε δίδω να πάρω δέκα από τέτοιο κουζουλόσογο. Μήγαρις είνε και γυναίκα; Ένα 'λιολιό, ένα πράμμα άψητο, απού όποιος τήνε πάρη πρέπει να την αφίνη μέσα στο σπίτι, για να μη τηνε 'δη ο ήλιος κιαρρωστήση. Δε μάςε χρειάζεται.

Τι θα έλεγε τώρα η Ζερβουδοπούλα; Θα επέμενεν ακόμη εις την άρνησίν της τώρα ότε από μεν τον Σμυρνιόν δεν είχε πλέον ελπίδα, αυτόν δε είχε περιβάλη ηρωική αίγλη; Μετ' ολίγον διηυθύνετο προς την οικίαν της Ζερβούδαινας, χαρούμενος και σιγοτραγουδών. Αλλά καθ' οδόν ακούσας να τον φωνάζουν, εστράφη και είδε την Σπυριδολενιάν.

Ο Αστρονόμος είχεν είπη περί αυτού, ότι αν ήξερε το βώδι την δύναμίν του θα χαλούσε τον κόσμον. Λοιπόν τώρα το βώδι είχε γνωρίση την δύναμίν του· και ναι μεν δεν εχαλούσε τον κόσμον, αλλά και δεν τον εφοβείτο. Εφαίνετο φρόνιμος, διότι η δυστυχής Ζερβουδοπούλα, μανθάνουσα τας απειλάς του, είχε παύση να εξέρχεται. Εάν όμως δεν έβλεπε την κόρην, έβλεπε καθ' εκάστην την μητέρα.

Εις κάθε συνάντησίν των η Πηγή επεχείρει να του είπη κάτι περί της Μαργής, αλλ' ακατανίκητος συστολή την ημπόδιζεν. Επί τέλους μίαν ημέραν ηδυνήθη να εκστομίση το όνομα της Ζερβουδοπούλας. — Όλος ο κόσμος, μπάρμπα-Νικολή, λέει πως αγαπά τη Ζερβουδοπούλα ... . Ο Σαϊτονικολής εγέλασεν: — Αυτή τη σουρλάντα! Αυτή κι' αυτός ν' απομείνουνε στον κόσμο δεν τήνε παίρνει.

Και αφού η Ζερβουδοπούλα δεν είχε πατέρα ή αδελφόν, ούτε συγγενείς άλλους ικανούς να την υπερασπίσουν, οι χωριανοί ενόμιζαν ότι είχαν καθήκον να την προστατεύσουν διά να προστατεύσουν συγχρόνως και την ευπρέπειαν των ηθών.