United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ζερβούδαινα δεν αντέλεξε πλέον, μολονότι ενδομύχως επέμενεν εις την ιδέαν της. Και ενώ η Μαργή επανελάμβανε την απειλήν της ότι θα συνέτριβε την κεφαλήν του Μανώλη, αν εξηκολούθει να την ενοχλή, η χήρα έλεγε κεπανέλεγε καθ' εαυτήν: — Μα πώς πάει αυτό το πράμμα; Εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; Τωόντι ο Μανώλης δεν ήτο ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως τα είχε κανονίση ο πατέρας του.

Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη τι έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τι έλεγε. — Πώς γίνεται αυτό, ποτέ, ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου; — Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού.

Η Επιτροπή δεν φεύγει! Επειδή δε ο Χατζή Νεόφυτος επέμενεν εις την γνώμην του, ο Ηγούμενος του είπε: — Θωρείς τα κείνανέ τα κάρβουνα που 'ν' από τα 21 εκεί στση μεσοδοκιάστρες; — Θωρώ τα. — Με 'κείνα να θα τσοι μουζώσω στο πρόσωπο κείνους που θα με κατηγορήσουνε πώς έκαψα το μοναστήρι για την ελευθερία.

Ο πατήρ μου εφαίνετο μη πειθόμενος και επέμενεν ελπίζων, αλλ' ο Ζενάκης ήτο υποπρόξενος, δεν ενθυμούμαι τίνος εκ των δευτερευουσών δυνάμεων,― της Ολλανδίας νομίζω,― ώστε εις εμέ οι λόγοι του εφαίνοντο πλήρεις βαρύτητος και επισημότητος. Αρχαίος του πατρός μου φίλος και γείτων, ήτο εκ των ολίγων οίτινες κατ' εκείνην την εποχήν εσύχναζον εις την οικίαν μας.

Πάσα δε επίσημος έρευνα κατέληγεν εις το ψηλαφητόν συμπέρασμα, ότι ο φόνος εγένετο εξ ενέδρας και ουχί προς σκοπόν ληστεύσεως. Διά τούτο η μήτηρ μου επέμενεν εις την εύρεσιν και τιμωρίαν του φονέως. Ο τρόπος δι' ου ο πρώην κακής φήμης ταχυδρόμος παρέπεισε τον ανύποπτον νεανίαν να διαδεχθή το επικίνδυνον αυτού έργον, παρείχεν εις τας ερεύνας αυτής τον οδηγητικόν μίτον.

Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.

Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση την λειτουργίαν. —Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός. —Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας &Πράξεις& των Αποστόλων, κ' έφθασα. Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή όσα από στήθους εγνώριζεν.

Πού τον ηύρες τον μουστερή!... είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα... — Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον. — Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος. — Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος. — Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;... — Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις; — Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος.

Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Μόνος αυτός έπρεπε να επιστρέψη οπίσω, εις την εποχήν του από της οποίας απεμακρύνθη τόσον. Τ' είχε να κάμη εις τον νέον αυτόν κόσμον, τον ξένον εις τους οφθαλμούς και τας αισθήσεις του όλας; Πώς να ζήση με τον Παπαθεοδωρακόπουλον αυτός ο οποίος έζησε πριν με τον Δράκον;. . . — Ε, θα μου πάρης παππού; επέμενεν εν παρακλητικώ και θρηνώδει τόνω το παιδίον.