United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα η σώφρων γυναίκα του Ταμίμ αντί να θεωρήση με ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον του και τον ύβρισε χειρότερα από τον σκλάβον του Αράπη.

Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.

Επίσης δε εξετάζομεν το μερικόν είδος της αδικίας. Ότι δε υπάρχει τούτο, αποδεικνύεται από το εξής. Δηλαδή όστις ενεργεί συμφώνως προς τας άλλας κακίας κάμνει μεν αδικίαν, δεν κερδίζει όμως τίποτε• λόγου χάριν όστις έρριψε την ασπίδα του από την δειλίαν του, ή ύβρισε από την βαναυσότητα του, ή δεν εβοήθησε με χρήματα από την φιλαργυρίαν του.

Άμα δε τον έφεραν, επέπληξε τον αδελφόν του, τον ύβρισε και τον παρεκίνησε να φονεύση τους Πέρσας, λέγων· «Εμέ μεν, ω κάκιστε άνθρωπε, όντα αδελφόν σου και μη πράξαντα τίποτε άξιον δεσμών, με έδεσες και με έρριψες εις την ειρκτήν, βλέπων δε τους Πέρσας οίτινες σε διώκουσι και σε καθιστώσιν άνοικον, δεν τολμάς να τους τιμωρήσης, ενώ είναι τόσον εύκολον να τους νικήσης.

Αλλά τώρα πάρε με όσον το δυνατόν γρηγορώτερα απ' εδώ μήπως με προφθάση ο σύζυγος μου επιστρέφων, ή μη μάθη ο Πηλεύς ότι άφησα το σπίτι του παιδιού του και μας καταδιώξη με τα γρήγορα άλογά του. ΟΡΕΣΤΗΣ Μη φοβείσαι το χέρι ενός γέροντος• ούτε τον υιόν του Αχιλλέως μη φοβηθής, που με ύβρισε.

Ωμίλησεν εις αυτό αποτόμως· το ύβρισε τραχέως κ' αίφνης ορμήσας ήρπασεν από της τραπέζης σκωριασμένην προβατοψαλίδα και του επετέθη. Ναι, ήθελε ν' αφαιρέση από του καρυοφυλλίου τα κοσμήματα, διότι δεν του έπρεπον πλέον.

Ομοίως και η έξαψις από την θερμότητα και ταχύτητα της ιδιοσυγκρασίας ακούει μεν, δεν ακούει όμως το πρόσταγμα και αμέσως ορμά να εκδικηθή. Διότι ο μεν λόγος ή η φαντασία του εφανέρωσε ότι ο δείνα τον ύβρισε ή τον επεριφρόνησε, αυτός όμως ως να εσυλλογίσθη ότι πρέπει να κτυπηθή με αυτόν, αμέσως εκτραχύνεται.

Ενθυμείται ότι ο Όμηρος ετυφλώθη διότι ύβρισε την Ελένην, δηλαδή το κάλλος, το όποιον είναι θείας καταγωγής, και ότι μόνον ο Στησίχορος, ο ποιητής, εσώθη διότι ανήρεσε με άλλο άσμα τας μομφάς του προς εκείνην. Έπρεπε και αυτός να παλινωδήση. Ο δεύτερος λοιπόν λόγος του είναι ύμνος προς τον Έρωτα και το Κάλλος.

Άλλως, έλεγεν, είναι αδύνατον να σωθήτε, εκτός αν γίνητε ιχθύες και φύγετε διά θαλάσσης, ή πτηνά και φύγετε διά του αέρος! Έλεγε δε προς τούτους ότι καθ' ας έλαβε πληροφορίας παρά των Περσών, ο βασιλεύς Ηράκλειος είναι φυγάς ή αιχμάλωτος και δεν δύναται να πράξη τίποτε υπέρ της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν δε ο πατρίκιος Γεώργιος κήρυξε ψευδείς τας ειδήσεις ταύτας, είς των Περσών πρέσβεων τον ύβρισε.

Μανιώδης ο Αρτεμβάρης μετέβη μετά του υιού του προς τον Αστυάγη, τω διηγήθη την ύβριν ην υπέστη, και δεικνύων εις αυτόν τους ώμους του παιδίου, έκραξεν· «Ω βασιλεύ, ο δούλος σου, ο υιός του βουκόλου σου, μας ύβρισε κατ' αυτόν τον τρόπον.» Ο Αστυάγης, ακούσας και ιδών, απεφάσισε να εκδικήση το παιδίον χάριν της υπολήψεως του Αρτεμβάρους· προσεκάλεσε λοιπόν τον βουκόλον και τον υιόν του.