United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν.

Αλλά μετά μικρόν αναθαρρήσασα, ακλόνητος εις την απόφασίν της, ητένισε μετά πειστικότητος τον άνδρα της: — Δίνω μια και του ζουπάω το κεφάλι· απήντησε. Και θέσασα εμπρός τα γαλιά, εξήλθε του χωρίου. Η Σμάλτω έβαινεν ήδη θαρραλέα προς τον σκοπόν της, ανυπόμονος να φθάση εις τον τόπον όπου ήλπιζε να συναντήση τον βοσκόν, πολλάκις προτρέχουσα των γαλίων, ως να ωθείτο υπό αναποδράστου ανάγκης.

Εάν κανείς επαινέση την συντήρησιν αιγών και ειπή ότι είναι καλόν κτήμα το ζώον τούτο, κάποιος άλλος όμως ιδή αίγας να βόσκουν χωρίς βοσκόν μέσα εις χωράφια καλλιεργημένα και να κάμνουν ζημίας και τας κατακρίνει καθώς και κάθε βόσκημα αδέσποτον ή με κανένα κακόν φύλακα και δι' αυτό τα κατακρίνη, άραγε την κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου πρέπει να την παραδεχθώμεν ότι ημπορεί ποτέ να είναι οπωσδήποτε ορθή;

Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.

Ίνα λοιπόν πάντοτε, βόσκον εις την φάτνην και κατοικούν όσον το δυνατόν μακρότερον του μέρους, το οποίον 71. | βουλεύεται, προξενή ελάχιστον θόρυβον και ενόχλησιν, και αφίνη το καλλίτερον μέρος να σκέπτηται και αποφασίζη με ησυ- χίαν περί του κοινού συμφέροντος εις όλα τα μέρη, διά ταύτα έδοσαν εις αυτό θέσιν ενταύθα.

Είτα εξεδύθη, εσκεύασεν όλα τα ιερά του, εκάθισεν, είπε τας ιδιαιτέρας ευχάς του, έφαγε δύο ή τρία σύκα, τα οποία προσεφέρθησαν, έπιεν ολίγον ρακίον από στέμφυλα, έργον των χειρών της συντέκνισσας, και απήλθε, δύο ώρας νύκτα καβάλλα πάλι στο γαϊδουράκι, συνοδευόμενος την φοράν ταύτην από τον νεαρόν βοσκόν, τον υιόν της γραίας.

Η στάσις του, όπως εκάθητο βαρύς κ' εστρεβλωμένος, ως σάκκος πλήρης αχύρου, εφαίνετο εις την Σμάλτω στάσις αρμόζουσα εις κανένα πλούσιον και υπερήφανον υιόν αρχιποιμένος κ' εν γένει ολόκληρον τον βοσκόν περιέλουεν η αύλησις και τον παρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς της εναρμόνιον, όπως ήτο και αυτή.

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

Το ανάστημά μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήτον εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο, θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!

Πώς λοιπόν θα θεωρηθή ορθός και ακέραιος ο ορισμός του βασιλέως, όταν χαρακτηρίσωμεν αυτόν μόνον ως βοσκόν και τροφοδότην της ανθρωπίνης αγέλης, προτιμώντες αυτόν μεταξύ χιλίων άλλων διεκδικητών; Νέος Σωκράτης. Με κανένα τρόπον. Ξένος.