United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον καταπιόνα του λαιμού τον βάρεσεν η πέτρα, 485 Και της ζωής του εχάλασε σε μια στιμή τα μέτρα. Βουβός, ταμπηχτοκέφαλα, και καταματομένος, Χωρίς ανάσα και πνοή διπλώθηκε σφασμένος. Αυτός ο θάνατος με μιας τους Ποντικούς μουδιάζει, Κι' από την πρώτη τους ορμή ν' αποκοπούν τους βιάζει· 490 Κι' οι Μπακακάδες θάρρεψαν και χαμοξανασαίνουν, Και με καινούργιαις δύναμες τη μάχη πάλι σταίνουν.

Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.

Έπειτα ορμάει τον άρχοντα να πιάσει γιο του Πείρου, το Ρίγμο, π' οχ την καρπερή ότι είχε φτάσει Θράκη, 485 και μια του δίνει π' ο χαλκός μες στην κοιλιά του μπήκε, κι' ήρθε απ' τ' αμάξι ανάποδα. Μα και του παραγιού του Αρήθου, ενώ τα διο φαριά προσπάθαε να γυρίσει, του κάθισε μια κονταριά στη ράχη, κι' οχ τ' αμάξι έπεσε χάμου κι' έφυγαν τα ζα του σαστισμένα.

Και πια σαν ήρθαν στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο, τράβηξαν όξω στην ξηρά το μελανό καράβι, 485 ψηλά στον άμμο, με μακριά το στήλωσαν φαλάγγια, κι' ατοί τους γύρω σκόρπισαν στα πλοία και καλύβια.

Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα, 485 και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι, παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου, κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια. Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια 490 με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις.

Και το δοξάρι ο Έχτορας πως χάλασε σαν είδε, 484 κράζει με δυνατή φωνή τους Τρώες και Λυκιώτες 485 «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια στα πλοία ομπρός· γιατί είδα εγώ μ' αφτά τα μάτια τώρα πούσπασε ο Δίας στρατηγού μεγάλου το δοξάρι.

Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει· έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι 485 μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα. Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι 503 στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.

Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485 αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, ή αν κακότην θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490

Μα να! μ' ασπίδα σαν πυργί προβάλνει ο Αίας δίπλα 485 και στέκει· τότε εφτύς φεβγιό άλλοι απ' αλλού οι Δαρδάνοι. Τότε ο Μενέλας τούπιασε το χέρι και τον βγάζει οχ τη σφαγή, ως που ζύγωσε ο παραγιός με τ' άτια.

Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485 «Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι κείνα τα ράκη να φορούντα μέγαρα σου ακόμη». Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490 «Από το πυρ πρώτα έχω εγώτα μέγαρά μου χρεία».